αγαπημένη
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /aɣapiˈmeni/
- Hyphenation: α‧γα‧πη‧μέ‧νη
- Homophone: αγαπημένοι (agapiménoi)
Participle
editαγαπημένη • (agapiméni)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αγαπημένος (agapiménos).
Noun
editαγαπημένη • (agapiméni) f (plural αγαπημένες, masculine αγαπημένος)
Declension
editDeclension of αγαπημένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαπημένη • | αγαπημένες • |
genitive | αγαπημένης • | αγαπημένων • |
accusative | αγαπημένη • | αγαπημένες • |
vocative | αγαπημένη • | αγαπημένες • |