αραχνιασμένος
Greek
editEtymology
editPerfect passive participle of αραχνιάζω (arachniázo, “become covered in cobwebs”), a verb with no passive forms.
Pronunciation
editParticiple
editαραχνιασμένος • (arachniasménos) m (feminine αραχνιασμένη, neuter αραχνιασμένο)
- (literally) covered with cobwebs, full of cobwebs
- Η αποθήκη είναι γεμάτη μούχλα κι αραχνιασμένη.
- I apothíki eínai gemáti moúchla ki arachniasméni.
- The cellar is full of mould and covered with cobwebs.
- (figuratively, idiomatic) out-of-date, outdated
- Δυστυχώς, ο παππούς μου είναι γεμάτος αραχνιασμένες απόψεις.
- Dystychós, o pappoús mou eínai gemátos arachniasménes apópseis.
- Unfortunately, my grandfather is full of outdated opinions.
Declension
editDeclension of αραχνιασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραχνιασμένος • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένοι • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
genitive | αραχνιασμένου • | αραχνιασμένης • | αραχνιασμένου • | αραχνιασμένων • | αραχνιασμένων • | αραχνιασμένων • |
accusative | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένους • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
vocative | αραχνιασμένε • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένοι • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αραχνιασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αραχνιασμένος, etc.) |
Synonyms
edit- (literal): αραχνιαστός (arachniastós) (more rare)
- (outdated): ξεπερασμένος (xeperasménos), απαρχαιωμένος (aparchaioménos)
Related terms
edit- see: αράχνη f (aráchni, “spider, cobweb”)
Further reading
edit- αραχνιασμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language