|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιγράφω
|
επιγράψω
|
επιγράφομαι
|
επιγραφτώ, επιγραφώ
|
2 sg
|
επιγράφεις
|
επιγράψεις
|
επιγράφεσαι
|
επιγραφτείς, επιγραφείς
|
3 sg
|
επιγράφει
|
επιγράψει
|
επιγράφεται
|
επιγραφτεί, επιγραφεί
|
|
1 pl
|
επιγράφουμε, [‑ομε]
|
επιγράψουμε, [‑ομε]
|
επιγραφόμαστε
|
επιγραφτούμε, επιγραφούμε
|
2 pl
|
επιγράφετε
|
επιγράψετε
|
επιγράφεστε, επιγραφόσαστε
|
επιγραφτείτε, επιγραφείτε
|
3 pl
|
επιγράφουν(ε)
|
επιγράψουν(ε)
|
επιγράφονται
|
επιγραφτούν(ε), επιγραφούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επέγραφα
|
επέγραψα
|
επιγραφόμουν(α)
|
επιγράφτηκα, επιγράφηκα
|
2 sg
|
επέγραφες
|
επέγραψες
|
επιγραφόσουν(α)
|
επιγράφτηκες, επιγράφηκες
|
3 sg
|
επέγραφε
|
επέγραψε
|
επιγραφόταν(ε)
|
επιγράφτηκε, επιγράφηκε, [{επεγράφη}]
|
|
1 pl
|
επιγράφαμε
|
επιγράψαμε
|
επιγραφόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιγραφτήκαμε, επιγραφήκαμε
|
2 pl
|
επιγράφατε
|
επιγράψατε
|
επιγραφόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιγραφτήκατε, επιγραφήκατε
|
3 pl
|
επέγραφαν, επιγράφαν(ε)
|
επέγραψαν, επιγράψαν(ε)
|
επιγράφονταν, (επιγραφόντουσαν)
|
επιγράφτηκαν, επιγραφτήκαν(ε), επιγράφηκαν, [{επεγράφησαν}]
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιγράφω ➤
|
θα επιγράψω ➤
|
θα επιγράφομαι ➤
|
θα επιγραφτώ / επιγραφώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιγράφεις, …
|
θα επιγράψεις, …
|
θα επιγράφεσαι, …
|
θα επιγραφτείς / επιγραφείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιγράψει έχω, έχεις, … επιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιγραφτεί / επιγραφεί είμαι, είσαι, … επιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιγράψει είχα, είχες, … επιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιγραφτεί / επιγραφεί ήμουν, ήσουν, … επιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιγράψει θα έχω, θα έχεις, … επιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιγραφτεί / επιγραφεί θα είμαι, θα είσαι, … επιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επίγραφε
|
επίγραψε
|
—
|
επιγράψου
|
2 pl
|
επιγράφετε
|
επιγράψτε
|
επιγράφεστε
|
επιγραφτείτε, επιγραφείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιγράφοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιγράψει ➤
|
{επιγεγραμμένος, ‑η, ‑o} ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιγράψει
|
επιγραφτεί, επιγραφεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|