καρεκλοκένταυρος
Greek
editEtymology
editκαρέκλα (karékla, “chair”) + -ο- (-o-) + κένταυρος (kéntavros, “centaur”).
Pronunciation
editNoun
editκαρεκλοκένταυρος • (kareklokéntavros) m (plural καρεκλοκένταυροι)
- (colloquial, derogatory, humorous) ensconced bureaucrat, ensconced politician[1] (public servant or politician who is metaphorically joined to his seat and will never give it up)
- Αυτός είναι διευθυντής εδώ και τριάντα χρόνια και δεν πρόκειται να παραιτηθεί· είναι καρεκλοκένταυρος.
- Aftós eínai diefthyntís edó kai triánta chrónia kai den prókeitai na paraititheí; eínai kareklokéntavros.
- He's been the boss here for thirty years and isn't going to quit; he's ensconced.
- 2014, Ελένη Πριοβόλου, Το τέλος του γαλάζιου ρόδου[1]:
- Ήμουν μόνη και στο συμβούλιο των αποφάσεων συμμετείχαν δώδεκα καρεκλοκένταυροι. Όταν δε πληροφορήθηκα πως το νέο κτίριο ήταν συμφερόντων του Ιδρύματος Νοταρά, ήτοι του μεγαλοεργολάβου Χανδρά, κατάλαβα πολλά.
- Ímoun móni kai sto symvoúlio ton apofáseon symmeteíchan dódeka kareklokéntavroi. Ótan de pliroforíthika pos to néo ktírio ítan symferónton tou Idrýmatos Notará, ítoi tou megaloergolávou Chandrá, katálava pollá.
- I was alone and there were twelve bureaucrats taking part in the decisive council. When I wasn't informed that the new building wasn't in the Notara Institute's interests, that is to say of the great engineer Chandras, I understood well.
- (colloquial, derogatory, humorous) obstructive bureaucrat[2] (public servant who inconveniences members of the public rather than assisting them)
- Ήταν ένας καρεκλοκένταυρος που με έστειλε σε πέντε διαφορετικά γραφία μόνο και μόνο για να μου βάλει μια σφραγίδα.
- Ítan énas kareklokéntavros pou me ésteile se pénte diaforetiká grafía móno kai móno gia na mou válei mia sfragída.
- There was a bureaucrat there that sent me to five different offices just to stamp my document.
Declension
editDeclension of καρεκλοκένταυρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρεκλοκένταυρος • | καρεκλοκένταυροι • |
genitive | καρεκλοκένταυρου • | καρεκλοκένταυρων • |
accusative | καρεκλοκένταυρο • | καρεκλοκένταυρους • |
vocative | καρεκλοκένταυρε • | καρεκλοκένταυροι • |
Synonyms
edit- γραφειοκράτης (grafeiokrátis, “bureaucrat”)
References
edit- ^ https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=129626.0
- ^ καρεκλοκένταυρος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.