|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
κοινοποιώ
|
κοινοποιήσω
|
κοινοποιούμαι
|
κοινοποιηθώ
|
2 sg
|
κοινοποιείς
|
κοινοποιήσεις
|
κοινοποιείσαι
|
κοινοποιηθείς
|
3 sg
|
κοινοποιεί
|
κοινοποιήσει
|
κοινοποιείται
|
κοινοποιηθεί
|
|
1 pl
|
κοινοποιούμε
|
κοινοποιήσουμε, [-ομε]
|
κοινοποιούμαστε, κοινοποιόμαστε
|
κοινοποιηθούμε
|
2 pl
|
κοινοποιείτε
|
κοινοποιήσετε
|
κοινοποιείστε, (κοινοποιόσαστε)
|
κοινοποιηθείτε
|
3 pl
|
κοινοποιούν(ε)
|
κοινοποιήσουν(ε)
|
κοινοποιούνται
|
κοινοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
κοινοποιούσα
|
κοινοποίησα
|
κοινοποιούμουν(α), κοινοποιόμουν(α)
|
κοινοποιήθηκα
|
2 sg
|
κοινοποιούσες
|
κοινοποίησες
|
[κοινοποιούσουν(α)], κοινοποιόσουν(α)
|
κοινοποιήθηκες
|
3 sg
|
κοινοποιούσε
|
κοινοποίησε
|
κοινοποιούνταν, κοινοποιόταν(ε), {κοινοποιείτο}
|
κοινοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
κοινοποιούσαμε
|
κοινοποιήσαμε
|
κοινοποιούμασταν, (‑ούμαστε), κοινοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
κοινοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
κοινοποιούσατε
|
κοινοποιήσατε
|
[κοινοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], κοινοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
κοινοποιηθήκατε
|
3 pl
|
κοινοποιούσαν(ε)
|
κοινοποίησαν, κοινοποιήσαν(ε)
|
κοινοποιούνταν, κοινοποιόνταν(ε), (κοινοποιόντουσαν), {κοινοποιούντο}
|
κοινοποιήθηκαν, κοινοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα κοινοποιώ ➤
|
θα κοινοποιήσω ➤
|
θα κοινοποιούμαι ➤
|
θα κοινοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα κοινοποιείς, …
|
θα κοινοποιήσεις, …
|
θα κοινοποιείσαι, …
|
θα κοινοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … κοινοποιήσει έχω, έχεις, … κοινοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … κοινοποιηθεί είμαι, είσαι, … κοινοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … κοινοποιήσει είχα, είχες, … κοινοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … κοινοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
κοινοποίησε
|
—
|
κοινοποιήσου
|
2 pl
|
κοινοποιείτε
|
κοινοποιήστε
|
κοινοποιείστε
|
κοινοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
κοινοποιώντας ➤
|
κοινοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας κοινοποιήσει ➤
|
κοινοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
κοινοποιήσει
|
κοινοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|