κυνηγός
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek κῠνηγός. See κύων (kúōn, “dog”).
Pronunciation
editNoun
editκυνηγός • (kynigós) m (plural κυνηγοί)
Declension
editDeclension of κυνηγός
Derived terms
edit- κυνηγός κεφαλών m (kynigós kefalón, “headhunter”)
Related terms
edit- ακυνήγητος (akynígitos, “not chased”)
- ανθρωποκυνηγητό n (anthropokynigitó, “manhunt”)
- κυνηγάρης (kynigáris, “hunting”, adjective)
- κυνηγάω, κυνηγώ (kynigáo, kynigó, “hunt”)
- κυνηγετικός (kynigetikós, “related to hunting”)
- κυνήγημα n (kynígima, “chasing”)
- κυνηγητικός (kynigitikós, “related to hunting”)
- κυνηγητό n (kynigitó, “chasing”)
- κυνήγι n (kynígi, “hunting”)
- κυνηγόσκυλο n (kynigóskylo, “hunting dog”)
- κυνηγότοπος m (kynigótopos, “hunting place”)
- and see: κυνικός (kynikós, “cynical”)