λησμονώ
See also: λησμονῶ
Greek edit
Alternative forms edit
Etymology edit
From Koine Greek λησμονῶ (lēsmonô), from λήσμων (lḗsmōn, “forgetful”), from λάθμων (láthmōn), from verb λανθάνω (lanthánō, “to escape notice, to forget”)
Pronunciation edit
Verb edit
λησμονώ • (lismonó) / λησμονάω (past λησμόνησα, passive λησμονούμαι/λησμονιέμαι, p‑past λησμονήθηκα, ppp λησμονημένος)
- (formal, literary, poetic) to forget, be forgetful
- 1964, “Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ [Tis dikaiosýnis ílie noïté, Sun, You Who Knows Justice]”, in Odysseas Elytis (lyrics), Mikis Theodorakis (music), Το Άξιον Εστί [To Áxion Estí, It Is Worthy], performed by Grigoris Bithikotsis:
- Μη παρακαλώ σας, μη
Λησμονάτε τη χώρα μου!- Mi parakaló sas, mi
Lismonáte ti chóra mou! - Please, oh please don't
forget my country!
- Mi parakaló sas, mi
Conjugation edit
λησμονώ, λησμονούμαι - λησμονάω, λησμονιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | λησμονώ - λησμονάω1 | λησμονήσω | λησμονούμαι - λησμονιέμαι1 | λησμονηθώ |
2 sg | λησμονείς - λησμονάς | λησμονήσεις | λησμονείσαι - λησμονιέσαι | λησμονηθείς |
3 sg | λησμονεί - λησμονάει | λησμονήσει | λησμονείται - λησμονιέται | λησμονηθεί |
1 pl | λησμονούμε - λησμονάμε | λησμονήσουμε, [-ομε] | λησμονούμαστε - λησμονιόμαστε | λησμονηθούμε |
2 pl | λησμονείτε - λησμονάτε | λησμονήσετε | λησμονείστε, {λησμονείσθε} - λησμονιέστε, (‑ιόσαστε) | λησμονηθείτε |
3 pl | λησμονούν(ε) - λησμονάνε, λησμονάν | λησμονήσουν(ε) | λησμονούνται - λησμονιούνται, (‑ιόνται) | λησμονηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | λησμονούσα - λησμόναγα | λησμόνησα | [λησμονούμουν]2 - λησμονιόμουν(α) | λησμονήθηκα |
2 sg | λησμονούσες - λησμόναγες | λησμόνησες | [λησμονούσουν] - λησμονιόσουν(α) | λησμονήθηκες |
3 sg | λησμονούσε - λησμόναγε | λησμόνησε | λησμονούνταν -λησμονιόταν(ε) | λησμονήθηκε |
1 pl | λησμονούσαμε - λησμονάγαμε | λησμονήσαμε | λησμονούμασταν, (‑ούμαστε) - λησμονιόμασταν, (‑ιόμαστε) | λησμονηθήκαμε |
2 pl | λησμονούσατε - λησμονάγατε | λησμονήσατε | [λησμονούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - λησμονιόσασταν, (‑ιόσαστε) | λησμονηθήκατε |
3 pl | λησμονούσαν(ε) - λησμόναγαν, λησμονάγανε | λησμόνησαν, λησμονήσαν(ε) | λησμονούνταν - λησμονιόνταν(ε), λησμονιόντουσαν, λησμονιούνταν | λησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα λησμονώ - θα λησμονάω ➤ | θα λησμονήσω ➤ | θα λησμονούμαι - λησμονιέμαι ➤ | θα λησμονηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα λησμονείς - λησμονάς, … | θα λησμονήσεις, … | θα λησμονείσαι - λησμονιέσαι, … | θα λησμονηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … λησμονήσει έχω, έχεις, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … λησμονηθεί είμαι, είσαι, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … λησμονήσει είχα, είχες, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … λησμονηθεί ήμουν, ήσουν, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … λησμονήσει θα έχω, θα έχεις, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … λησμονηθεί θα είμαι, θα είσαι, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | λησμόνα, λησμόναγε | λησμόνησε, λησμόνα | — | λησμονήσου |
2 pl | λησμονείτε - λησμονάτε | λησμονήστε | λησμονείστε - λησμονιέστε | λησμονηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | λησμονώντας ➤ | λησμονούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας λησμονήσει ➤ | λησμονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | λησμονήσει | λησμονηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms edit
Related terms edit
- αλησμόνητος (alismónitos, “unforgettable”)
- απολησμονιά f (apolismoniá, “forgetfulness”)
- απολησμονιάρης m (apolismoniáris, “forgetful person”)
- απολησμονώ (apolismonó, “forget completely”)
- επιλήσμων (epilísmon, “forgetful”), επιλήσμονας (epilísmonas)
- λήθη f (líthi, “oblivion”)
- λησμονιά f (lismoniá, “oblivion, forgetfulness”), αλησμονιά f (alismoniá)
- λησμοσύνη f (lismosýni, “oblivion”)
- λησμοσύνη f (lismosýni, “forgetfulness”)
- με μη λησμόνει n (me mi lismónei, “forget-me-not”)
- and see: αλήθεια f (alítheia, “truth”)