λυπημένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of λυπάμαι/λυπούμαι (lypoúmai), passive voice forms of λυπώ (lypó, “I sadden”).
Pronunciation
editParticiple
editλυπημένος • (lypiménos) m (feminine λυπημένη, neuter λυπημένο)
Declension
editDeclension of λυπημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λυπημένος • | λυπημένη • | λυπημένο • | λυπημένοι • | λυπημένες • | λυπημένα • |
genitive | λυπημένου • | λυπημένης • | λυπημένου • | λυπημένων • | λυπημένων • | λυπημένων • |
accusative | λυπημένο • | λυπημένη • | λυπημένο • | λυπημένους • | λυπημένες • | λυπημένα • |
vocative | λυπημένε • | λυπημένη • | λυπημένο • | λυπημένοι • | λυπημένες • | λυπημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λυπημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λυπημένος, etc.) |
Synonyms
edit- θλιμμένος (thlimménos)
- στενοχωρημένος (stenochoriménos), στεναχωρημένος (stenachoriménos)
Antonyms
edit- χαρούμενος (charoúmenos, “happy”)
Derived terms
edit- λυπημένα (lypiména, “in a sad way”, adverb)
Related terms
edit- λυπητερός (lypiterós)
- see: λυπώ (lypó, “to sadden”)