ντόπιος
Greek
editAlternative forms
edit- εντόπιος (entópios) (formal, rare)
Etymology
editFrom Ancient Greek ἐντόπιος (entópios, “local, native”), from ἐν (en, “in, on”) + τόπος (tópos, “place”).
Pronunciation
editAdjective
editντόπιος • (ntópios) m (feminine ντόπια, neuter ντόπιο)
- (of people, often nominalised) local, native, indigenous (pertaining to an area and living/present there also)
- Οι ντόπιοι ποτέ δεν βγαίνουν το βράδυ επειδή δεν είναι ασφαλές. ― Oi ntópioi poté den vgaínoun to vrády epeidí den eínai asfalés. ― The natives never go out in the evening as it's not safe.
- (of items, food, etc) local, homegrown (from an area and being used/consumed there also)
- Τα ντόπια λεμόνια είναι πιο καλά από τα εισαγόμενα. ― Ta ntópia lemónia eínai pio kalá apó ta eisagómena. ― Homegrown lemons are better than imported ones.
Declension
editDeclension of ντόπιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ντόπιος • | ντόπια • | ντόπιο • | ντόπιοι • | ντόπιες • | ντόπια • |
genitive | ντόπιου • | ντόπιας • | ντόπιου • | ντόπιων • | ντόπιων • | ντόπιων • |
accusative | ντόπιο • | ντόπια • | ντόπιο • | ντόπιους • | ντόπιες • | ντόπια • |
vocative | ντόπιε • | ντόπια • | ντόπιο • | ντόπιοι • | ντόπιες • | ντόπια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ντόπιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ντόπιος, etc.) |
Synonyms
edit- (people): γηγενής (gigenís), ιθαγενής (ithagenís)
- (things): εγχώριος (enchórios), επιχώριος (epichórios)
Antonyms
edit- εισαγόμενος (eisagómenos, “imported”)
Related terms
edit- εντοπιότητα f (entopiótita, “localisation, nativeness”)