|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
τακτοποιώ
|
τακτοποιήσω
|
τακτοποιούμαι
|
τακτοποιηθώ
|
2 sg
|
τακτοποιείς
|
τακτοποιήσεις
|
τακτοποιείσαι
|
τακτοποιηθείς
|
3 sg
|
τακτοποιεί
|
τακτοποιήσει
|
τακτοποιείται
|
τακτοποιηθεί
|
|
1 pl
|
τακτοποιούμε
|
τακτοποιήσουμε, [-ομε]
|
τακτοποιούμαστε, τακτοποιόμαστε
|
τακτοποιηθούμε
|
2 pl
|
τακτοποιείτε
|
τακτοποιήσετε
|
τακτοποιείστε, (τακτοποιόσαστε)
|
τακτοποιηθείτε
|
3 pl
|
τακτοποιούν(ε)
|
τακτοποιήσουν(ε)
|
τακτοποιούνται
|
τακτοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
τακτοποιούσα
|
τακτοποίησα
|
τακτοποιούμουν(α), τακτοποιόμουν(α)
|
τακτοποιήθηκα
|
2 sg
|
τακτοποιούσες
|
τακτοποίησες
|
[τακτοποιούσουν(α)], τακτοποιόσουν(α)
|
τακτοποιήθηκες
|
3 sg
|
τακτοποιούσε
|
τακτοποίησε
|
τακτοποιούνταν, τακτοποιόταν(ε), {τακτοποιείτο}
|
τακτοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
τακτοποιούσαμε
|
τακτοποιήσαμε
|
τακτοποιούμασταν, (‑ούμαστε), τακτοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
τακτοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
τακτοποιούσατε
|
τακτοποιήσατε
|
[τακτοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], τακτοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
τακτοποιηθήκατε
|
3 pl
|
τακτοποιούσαν(ε)
|
τακτοποίησαν, τακτοποιήσαν(ε)
|
τακτοποιούνταν, τακτοποιόνταν(ε), (τακτοποιόντουσαν), {τακτοποιούντο}
|
τακτοποιήθηκαν, τακτοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα τακτοποιώ ➤
|
θα τακτοποιήσω ➤
|
θα τακτοποιούμαι ➤
|
θα τακτοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα τακτοποιείς, …
|
θα τακτοποιήσεις, …
|
θα τακτοποιείσαι, …
|
θα τακτοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … τακτοποιήσει έχω, έχεις, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … τακτοποιηθεί είμαι, είσαι, … τακτοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … τακτοποιήσει είχα, είχες, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … τακτοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … τακτοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … τακτοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τακτοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
τακτοποίησε
|
—
|
τακτοποιήσου
|
2 pl
|
τακτοποιείτε
|
τακτοποιήστε
|
τακτοποιείστε
|
τακτοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
τακτοποιώντας ➤
|
τακτοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας τακτοποιήσει ➤
|
τακτοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
τακτοποιήσει
|
τακτοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|