τρομακτικός
Greek
editAlternative forms
edit- τρομαχτικός (tromachtikós)
Etymology
editLearnedly from τρομάζω (tromázo) + -τικός (-tikós).[1]
Pronunciation
editAdjective
editτρομακτικός • (tromaktikós) m (feminine τρομακτική, neuter τρομακτικό)
- terrifying, fearsome, frightening, scary (causing fear or anxiety)
- terrifying, terrible (of a formidable nature; intense; extreme in degree or extent)
Declension
editDeclension of τρομακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τρομακτικός • | τρομακτική • | τρομακτικό • | τρομακτικοί • | τρομακτικές • | τρομακτικά • |
genitive | τρομακτικού • | τρομακτικής • | τρομακτικού • | τρομακτικών • | τρομακτικών • | τρομακτικών • |
accusative | τρομακτικό • | τρομακτική • | τρομακτικό • | τρομακτικούς • | τρομακτικές • | τρομακτικά • |
vocative | τρομακτικέ • | τρομακτική • | τρομακτικό • | τρομακτικοί • | τρομακτικές • | τρομακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομακτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Synonyms
edit- τρομερός (tromerós)
Related terms
edit- see: τρόμος m (trómos, “fear”)
References
edit- ^ τρομακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language