See also: -ως, ὡς, ὥς, and -ώς

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ὡς (hōs).

Adverb

edit

ως (os)

  1. as
    Να δέχεσαι τα πράγματα ως έχουν.   (To accept things as they are.)

Particle

edit

ως (os)

  1. as
    Σας μιλώ ως επιστήμονας.   (I speak to you as a scientist.)
    Αντιμετωπίστε καθετί νέο ως πρόκληση!   (Treat everything new as a challenge!)

Preposition

edit

ως (os)

  1. (position): to, as far as
    πάω ως την άκρη του κόσμου.   (I go to the end of the world.)
  2. (time): until, before, by
    Θα είμαι στο σπίτι ως τις έξι.   (I'll be home before six.)

Synonyms

edit