έρρινος
Greek
editAlternative forms
edit- ένρινος (énrinos)
Etymology
editFrom earlier ἔνρινος (énrinos), with regressive assimilation; from Ancient Greek ἐν (en, “in”) + ῥίς (rhís, “nose”) + -ος (-os).
The phonetic sense is a semantic loan from French nasal.[1]
The Hellenistic Koine noun ἔρρινον (érrhinon, “sneazing medicine”) is semantically unrelated.
Pronunciation
editAdjective
editέρρινος • (érrinos) m (feminine έρρινη, neuter έρρινο)
- sound coming from the nasal cavity
- Η προφορά του είναι πολύ έρρινη
- I proforá tou eínai polý érrini
- His accent is very nasal.
- (phonetics, phonology) nasal
- τα έρρινα σύμφωνα μι και νι
- ta érrina sýmfona mi kai ni
- the nasal consonants mu and nu
Declension
editDeclension of έρρινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έρρινος • | έρρινη • | έρρινο • | έρρινοι • | έρρινες • | έρρινα • |
genitive | έρρινου • | έρρινης • | έρρινου • | έρρινων • | έρρινων • | έρρινων • |
accusative | έρρινο • | έρρινη • | έρρινο • | έρρινους • | έρρινες • | έρρινα • |
vocative | έρρινε • | έρρινη • | έρρινο • | έρρινοι • | έρρινες • | έρρινα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έρρινος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έρρινος, etc.) |
Synonyms
edit- (phonetics, phonology): ρινικός (rinikós)
Derived terms
edit- έρρινα (érrina, adverb)
- ερρινίζω (errinízo, “speak nasally”)
- ερρινισμός m (errinismós, “speaking nasally”)
- ερρινομελής (errinomelís, “singing nasally”)
- ερρινοποίηση f (errinopoíisi, “nasalization”)
- ερρινότητα f (errinótita, “nasality”), ενρινότητα (enrinótita), ερρινότης (errinótis)
- ερρίνωση f (errínosi, “nasalization”)
- προερρινοποίηση f (proerrinopoíisi, “prenasalization”)
Related terms
edit- ερρίνως (errínos, adverb) (Katharevousa)
- ρινικός (rinikós)
- possible verbs for nasalize: ερρινώνω (errinóno), ερρινοποιώ (errinopoió), ρινικοποιώ (rinikopoió)
See also
edit- υγρός (ygrós)
References
edit- ^ έρρινος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
edit- Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)
- εν-, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- έρρινος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.