δελεάζω
Greek
editEtymology
editLearnedly, from Ancient Greek δελεάζω (deleázō), derived from δέλεαρ (délear, “bait”)
Pronunciation
editVerb
editδελεάζω • (deleázo) (past δελέασα, passive δελεάζομαι, p‑past δελεάστηκα, ppp δελεασμένος)
Conjugation
editδελεάζω δελεάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δελεάζω | δελεάσω | δελεάζομαι | δελεαστώ |
2 sg | δελεάζεις | δελεάσεις | δελεάζεσαι | δελεαστείς |
3 sg | δελεάζει | δελεάσει | δελεάζεται | δελεαστεί |
1 pl | δελεάζουμε, [‑ομε] | δελεάσουμε, [‑ομε] | δελεαζόμαστε | δελεαστούμε |
2 pl | δελεάζετε | δελεάσετε | δελεάζεστε, δελεαζόσαστε | δελεαστείτε |
3 pl | δελεάζουν(ε) | δελεάσουν(ε) | δελεάζονται | δελεαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δελέαζα | δελέασα | δελεαζόμουν(α) | δελεάστηκα |
2 sg | δελέαζες | δελέασες | δελεαζόσουν(α) | δελεάστηκες |
3 sg | δελέαζε | δελέασε | δελεαζόταν(ε) | δελεάστηκε |
1 pl | δελεάζαμε | δελεάσαμε | δελεαζόμασταν, (‑όμαστε) | δελεαστήκαμε |
2 pl | δελεάζατε | δελεάσατε | δελεαζόσασταν, (‑όσαστε) | δελεαστήκατε |
3 pl | δελέαζαν, δελεάζαν(ε) | δελέασαν, δελεάσαν(ε) | δελεάζονταν, (δελεαζόντουσαν) | δελεάστηκαν, δελεαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δελεάζω ➤ | θα δελεάσω ➤ | θα δελεάζομαι ➤ | θα δελεαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δελεάζεις, … | θα δελεάσεις, … | θα δελεάζεσαι, … | θα δελεαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δελεάσει έχω, έχεις, … δελεασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δελεαστεί είμαι, είσαι, … δελεασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δελεάσει είχα, είχες, … δελεασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δελεαστεί ήμουν, ήσουν, … δελεασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δελεάσει θα έχω, θα έχεις, … δελεασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δελεαστεί θα είμαι, θα είσαι, … δελεασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δελέαζε | δελέασε | — | δελεάσου |
2 pl | δελεάζετε | δελεάστε | δελεάζεστε | δελεαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δελεάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δελεάσει ➤ | δελεασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δελεάσει | δελεαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
edit- δελεαστικός (deleastikós)
Further reading
edit- δελεάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language