ξεκωλιάζω
Greek
editEtymology
editByzantine Greek ξεκωλιάζω (xekōliázō), equivalent to ξε- (xe-, “un-, de-”) + κώλος (kólos, “arse”) with verb ending.
Pronunciation
editVerb
editξεκωλιάζω • (xekoliázo) (past ξεκώλιασα, passive ξεκωλιάζομαι)
- (transitive, colloquial, vulgar) Alternative form of ξεκωλώνω (xekolóno)
Conjugation
editξεκωλιάζω ξεκωλιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεκωλιάζω | ξεκωλιάσω | ξεκωλιάζομαι | ξεκωλιαστώ |
2 sg | ξεκωλιάζεις | ξεκωλιάσεις | ξεκωλιάζεσαι | ξεκωλιαστείς |
3 sg | ξεκωλιάζει | ξεκωλιάσει | ξεκωλιάζεται | ξεκωλιαστεί |
1 pl | ξεκωλιάζουμε, [‑ομε] | ξεκωλιάσουμε, [‑ομε] | ξεκωλιαζόμαστε | ξεκωλιαστούμε |
2 pl | ξεκωλιάζετε | ξεκωλιάσετε | ξεκωλιάζεστε, ξεκωλιαζόσαστε | ξεκωλιαστείτε |
3 pl | ξεκωλιάζουν(ε) | ξεκωλιάσουν(ε) | ξεκωλιάζονται | ξεκωλιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεκώλιαζα | ξεκώλιασα | ξεκωλιαζόμουν(α) | ξεκωλιάστηκα |
2 sg | ξεκώλιαζες | ξεκώλιασες | ξεκωλιαζόσουν(α) | ξεκωλιάστηκες |
3 sg | ξεκώλιαζε | ξεκώλιασε | ξεκωλιαζόταν(ε) | ξεκωλιάστηκε |
1 pl | ξεκωλιάζαμε | ξεκωλιάσαμε | ξεκωλιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ξεκωλιαστήκαμε |
2 pl | ξεκωλιάζατε | ξεκωλιάσατε | ξεκωλιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ξεκωλιαστήκατε |
3 pl | ξεκώλιαζαν, ξεκωλιάζαν(ε) | ξεκώλιασαν, ξεκωλιάσαν(ε) | ξεκωλιάζονταν, (ξεκωλιαζόντουσαν) | ξεκωλιάστηκαν, ξεκωλιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεκωλιάζω ➤ | θα ξεκωλιάσω ➤ | θα ξεκωλιάζομαι ➤ | θα ξεκωλιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεκωλιάζεις, … | θα ξεκωλιάσεις, … | θα ξεκωλιάζεσαι, … | θα ξεκωλιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεκωλιάσει έχω, έχεις, … ξεκωλιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεκωλιαστεί είμαι, είσαι, … ξεκωλιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεκωλιάσει είχα, είχες, … ξεκωλιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεκωλιαστεί ήμουν, ήσουν, … ξεκωλιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλιάσει θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεκωλιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεκώλιαζε | ξεκώλιασε | — | ξεκωλιάσου |
2 pl | ξεκωλιάζετε | ξεκωλιάστε | ξεκωλιάζεστε | ξεκωλιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεκωλιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεκωλιάσει ➤ | ξεκωλιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεκωλιάσει | ξεκωλιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
editDerived terms
edit- είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε (eípan tis griás na chései ki aftí xekoliástike, “give someone an inch and they'll take a mile”) (vulgar)
Related terms
edit- ξέκωλος (xékolos, “scantily clad, bottomless”) (colloquial)
- ξεκωλιάρης m (xekoliáris, “very lucky person, jerk, dick”) (vulgar)
- ξεκωλιάρα f (xekoliára, “scantily dressed female, bitch”) (vulgar)