ενοχλητικός
Greek
editEtymology
editενοχλώ (enochló, “to annoy”) + -τικός (-tikós, “adjective ending”). First attested 1889.
Pronunciation
editAdjective
editενοχλητικός • (enochlitikós) m (feminine ενοχλητική, neuter ενοχλητικό)
- annoying, bothersome, irritating, pesky
- Αυτή είναι πολύ ενοχλητική γυναίκα.
- Aftí eínai polý enochlitikí gynaíka.
- She's a very annoying woman.
- Βγες έξω και διώξε αυτά τα ενοχλητικά παιδιά.
- Vges éxo kai dióxe aftá ta enochlitiká paidiá.
- Go out and get rid of those annoying kids.
- Τον πείραξαν οι προσωπικές και ενοχλητικές ερωτήσεις του δημοσιογράφου.
- Ton peíraxan oi prosopikés kai enochlitikés erotíseis tou dimosiográfou.
- The reporter's personal and bothersome questions annoyed him.
Declension
editDeclension of ενοχλητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενοχλητικός • | ενοχλητική • | ενοχλητικό • | ενοχλητικοί • | ενοχλητικές • | ενοχλητικά • |
genitive | ενοχλητικού • | ενοχλητικής • | ενοχλητικού • | ενοχλητικών • | ενοχλητικών • | ενοχλητικών • |
accusative | ενοχλητικό • | ενοχλητική • | ενοχλητικό • | ενοχλητικούς • | ενοχλητικές • | ενοχλητικά • |
vocative | ενοχλητικέ • | ενοχλητική • | ενοχλητικό • | ενοχλητικοί • | ενοχλητικές • | ενοχλητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενοχλητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενοχλητικός, etc.) |
Synonyms
edit- (annoying): οχληρός (ochlirós), δυσάρεστος (dysárestos), εκνευριστικός (eknevristikós)
Derived terms
edit- ενοχλητικά (enochlitiká, “annoyingly”) (adverb)
- ενοχλητικότητα f (enochlitikótita, “annoyingness”)