είδος
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek εἶδος (eîdos).
Pronunciation
editNoun
editείδος • (eídos) n (plural είδη)
- kind, form, type
- Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση.
- To thranío eínai éna eídos epíplou gia scholikí chrísi.
- The bench is a kind of furniture used in school.
- (taxonomy, biology) species
- Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo sapiens.
- O simerinós ánthropos aníkei sto eídos Homo sapiens.
- Modern man belongs to the species Homo sapiens.
- (retailing) article, item
- καταστήματα με τουριστικά είδη και τοπικά προϊόντα
- katastímata me touristiká eídi kai topiká proïónta
- shops with tourist items and local products
- (fashion) style, wear
Declension
editDeclension of είδος
Coordinate terms
editTaxonomic divisions
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |
Related terms
editFurther reading
edit- Είδος (βιολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- είδος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language