άνω κάτω τελεία
Greek
editEtymology
editLiterally up down stop
Noun
editάνω κάτω τελεία • (áno káto teleía) f (plural άνω κάτω τελείες)
- Alternative form of άνω και κάτω τελεία (áno kai káto teleía)
Synonyms
edit- διπλή τελεία (diplí teleía) (rare)
- διπλή στιγμή (diplí stigmí) (rare)
See also
edit- . τελεία •
- , κόμμα •
- : δύο τελείες •
- · άνω τελεία •
- ; ερωτηματικό •
- ! θαυμαστικό •
- « » εισαγωγικά •
- " “ ” εισαγωγικά •
- ' ‘ ’ εισαγωγικά •
- ' ’ απόστροφος •
- ¨ διαλυτικά •
- ΄ τόνος •
- ‐ ενωτικό •
- — παύλα •
- … αποσιωπητικά •
- ( ) παρένθεση •
- [ ] αγκύλη •
- { } άγκιστρο •
- » : 〃 ομοιωματικά •
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)