άνω και κάτω τελεία

Greek edit

Etymology edit

From άνω (áno, upper) + και (kai, and) + κάτω (káto, lower) + τελεία (teleía, stop, full stop).

Noun edit

άνω και κάτω τελεία (áno kai káto teleíaf (plural άνω και κάτω τελείες)

  1. (grammar, typography) The modern Greek colon:⟩.
    Synonyms: δύο τελείες (dýo teleíes), άνω κάτω τελεία (áno káto teleía), (rare) διπλή τελεία (diplí teleía), (rare) διπλή στιγμή (diplí stigmí)

Usage notes edit

See also edit

.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
  ( )     παρένθεση 
  [ ]     αγκύλη 
  { }     άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)