διπλή τελεία

Greek

edit

Etymology

edit

διπλή (diplḗ, double) + τελεία (teleía, stop)

Noun

edit

διπλή τελεία (diplí teleíaf (plural διπλές τελείες)

  1. (rare) colon ( : )

Synonyms

edit

See also

edit
.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
  ( )     παρένθεση 
  [ ]     αγκύλη 
  { }     άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)