Wiktionary:Greek adjective inflection-table templates

  • Inflection tables should be created using {{el-decl-adj}} with the declension IDs shown below. The syntax to be used is described in the documentation.
  • The shortform names used in citing the paradigms below are expanded at the foot of the page.
  • For 'one-off' forms these generic templates are provided:
  • {{el-decl-1}} for those with one form in each cell
  • {{el-decl-2}} can be used when some cells have more than one form
  • {{el-decl-3}} for tables with only singular or plural forms

ος edit

ος η ο edit
ID: ός-ή-ό Temp   (1,660 Cat) singular plural
eg: καλός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ή ό οί ές ά
genitive ού ής ού ών ών ών
accusative ό ή ό ούς ές ά
vocative έ ή ό οί ές ά
Βικι: καλόςCat, Trianda: #458 (καλός ), Holton: #3.1 (ακριβός ), OLD: 25A (καλός ), DSMG: Ε1 (καλός ), Tsiot. p.44 (καλός )
ID: ος-η-ο Temp   (2,872 Cat) singular plural
eg: ποικίλος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄η ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ης ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ος ΄η ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄η ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Trianda: #458 (όμορφος ), Holton: #3.1 (γεμάτος , όμορφος ), OLD: 25B/25C (μαύρος , όμορφος ), DSMG: Ε3 (άσπρος ),
ID: eg: όμορφος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ης ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ος ΄-η ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: όμορφος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)

ος α ο edit
ID: ός-ά-ό Temp   (7 Cat) singular plural
eg: δεξιός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ά ό οί ές ά
genitive ού άς ού ών ών ών
accusative ό ά ό ούς ές ά
vocative έ ά ό οί ές ά
Βικι: δεξιόςCat, Trianda: #459; Holt: §3.2
Note also ID: ιός-ιά-ιό🢃
ID: ος-α-ο Temp   (273 Cat) singular plural
eg: αρχαίος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄α ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικι: ωραίοςCat, Trianda: #459 (ωραίος , πλούσιος ); Holton: #3.2 (μέτριος ); OLD: 26Α/26B (γεναίος , πλούσιος ); Tsiot: p.45 (νέος ); DSMG: Ε4/Ε6 (ωραίος , πλούσιος )
ID: eg: πλούσιος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-α ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: θαυμάσιος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
ID: ος-α-ο-2 Temp   (3 Cat) singular plural
eg: άγιος   (irregular) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄α / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄ου / ΄-ου ΄ας / ΄-ας ΄ου / ΄-ου

΄ων / ΄-ων ΄ων / ΄-ων ΄ων / ΄-ων

accusative ΄-ο ΄α / ΄-α ΄-ο ΄ους / ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄α / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
ID: ος-α-ο-3 Temp   (1 Cat) singular plural
eg: Άγιος   (irregular) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄ου ΄ας ΄ου

΄ων ΄ων ΄ων

accusative ΄-ο ΄α ΄-ο ΄ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α

ιος ια ιο edit
ID: ιός-ιά-ιό Temp   (2 Cat) singular plural
eg: παλιός   (oxytone) m f n m f n
nominative ιός ιά ιό ιοί ιές ιά
genitive ιού ιάς ιού ιών ιών ιών
accusative ιό ιά ιό ιούς ιές ιά
vocative ιέ ιά ιό ιοί ιές ιά
OLD: 25C παλιός 
Note also ID: ός-ά-ό🢃
ID: ιος-ια-ιο Temp   (6 Cat) singular plural
  (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ιος ΄ια ΄ιο ΄ιοι ΄ιες ΄ια
genitive ΄ιου ΄ιας ΄ιου ΄ιων ΄ιων ΄ιων
accusative ΄ιο ΄ια ΄ιο ΄ιους ΄ιες ΄ια
vocative ΄ιε ΄ια ΄ιο ΄ιοι ΄ιες ΄ια
ος η/α ο edit
ID: ός-ή-ά-ό Temp   (11 Cat) singular plural
eg: ξηρός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ή / ά ό οί ές ά
genitive ού ής / άς ού ών ών ών
accusative ό ή / ά ό ούς ές ά
vocative έ ή / ά ό οί ές ά
Βικι: ξηρόςCat, Babin: ξηρός
ID: ος-η-α-ο Temp   (5 Cat) singular plural
eg: νόθος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄η / ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ης / ΄ας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄η / ΄α ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄η / ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικι: λάγνοςCat, Babin: βέβαιος
ID: eg: βέβαιος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ης / ΄-ας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: δίκαιος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (νέα ελληνικά)
ID: ος-η-α-ο-2 Temp   (1 Cat) singular plural
eg: δεύτερος   (irregular) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η / ΄α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου / ΄ου ΄-ης / ΄ας ΄-ου / ΄ου

΄-ων / ΄ων ΄-ων / ΄ων ΄-ων / ΄ων

accusative ΄-ο ΄-η / ΄α ΄-ο ΄-ους / ΄ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η / ΄α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Triand: §461 δεύτερος ; Babin: p.355: βέβαιος 
The 2nd alternatives shown are learned forms.

ος ια ο edit
ID: ός-ιά-ό Temp   (2 Cat) singular plural
eg: γλυκός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ιά ό οί ές ά
genitive ού ιάς ού ών ών ών
accusative ό ιά ό ούς ές ά
vocative έ ιά ό οί ές ά
Βικι: γλυκόςCat, Holt: §3.3 (γλυκός); Trianda: §464 (γλυκός); OLD: §27 (γλυκός); DSMG: Ε2 (γλυκός)
ID: ος-ια-ο Temp   (2 Cat) singular plural
eg: φρέσκος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ιας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄ια ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικι: ζόρικοςCat, Holt: §3,3; Trianda: §464 (φρέσκος)
ID: eg: φρέσκος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ιας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-ια ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: ζόρικος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζόρικος' (νέα ελληνικά)
ος η/ια ο edit
ID: ός-ή-ιά-ό Temp   (10 Cat) singular plural
eg: ξανθός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ή / ιά ό οί ές ά
genitive ού ής / ιάς ού ών ών ών
accusative ό ή / ιά ό ούς ές ά
vocative έ ή / ιά ό οί ές ά
Βικι: θηλυκόςCat, Holt: §3.3+ (ξανθός); OLD: 25A+27; Tsiot: p.45 (κακός); Trianda: §464+ (ξανθός)
ID: ος-η-ια-ο Temp   (10 Cat) singular plural
eg: φρέσκος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄η / ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ης / ΄ιας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄η / ΄ια ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄η / ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικι: ζόρικοςCat, Holt: §3.3+ (ξανθός); OLD: 25A+27; Tsiot: p.45 (κακός); Trianda: §464+ (ξανθός)
ID: eg: ζόρικος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ης / ΄-ιας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: ζόρικος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζόρικος' (νέα ελληνικά)
ος ος ο edit
ID: ός-ός-ό Temp   (7 Cat) singular plural
eg: ειδοποιός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ός ό οί οί ά
genitive ού ού ού ών ών ών
accusative ό ό ό ούς ούς ά
vocative έ έ ό οί οί ά
Βικι: ειδοποιόςCat, Holt: §3.21 (ειδοποιός)
ID: ος-ος-ο Temp   (16 Cat) singular plural
eg: βόρειος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄ος ΄ο ΄οι ΄οι ΄α
genitive ΄ου ΄ου ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄ο ΄ο ΄ους ΄ους ΄α
vocative ΄ε ΄ε ΄ο ΄οι ΄οι ΄α
Βικι: ευκλείδειοςCat, Holt: §3.2.1
ID:   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-ος ΄-ο ΄-οι ΄-οι ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ου ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-ο ΄-ο ΄-ους ΄-ους ΄-α
vocative ΄-ε ΄-ε ΄-ο ΄-οι ΄-οι ΄-α
Βικιλεξικό: ευκλείδειος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ευκλείδειος' (νέα ελληνικά)
ος η/ος ο edit
ID: ός-ή-ός-ό Temp   (3 Cat) singular plural
  (oxytone) m f n m f n
nominative ός ός / ή ό οί οί / ές ά
genitive ού ού / ής ού ών ών ών
accusative ό ό / ή ό ούς ούς / ές ά
vocative έ έ / ή ό οί οί / ές ά
ID: ος-η-ος-ο Temp   (15 Cat) singular plural
  (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄ος / ΄η ΄ο ΄οι ΄οι / ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ου / ΄ης ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄ο / ΄η ΄ο ΄ους ΄ους / ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄ε / ΄η ΄ο ΄οι ΄οι / ΄ες ΄α
ID:   (προparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-ος / ΄-η ΄-ο ΄-οι ΄-οι / ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ου / ΄-ης ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-ο / ΄-η ΄-ο ΄-ους ΄-ους / ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-ε / ΄-η ΄-ο ΄-οι ΄-οι / ΄-ες ΄-α
ος ος/α ο edit
ID: ος-ος-α-ο Temp   (25 Cat) singular plural
eg: αδειούχος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄ος / ΄α ΄ο ΄οι ΄οι / ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ου / ΄ας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄ο / ΄α ΄ο ΄ους ΄ους / ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄ε / ΄α ΄ο ΄οι ΄οι / ΄ες ΄α
Βικι: ζημιογόνοςCat
ID: eg: βόρειος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-ος / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-οι / ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ου / ΄-ας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-ο / ΄-α ΄-ο ΄-ους ΄-ους / ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-ε / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-οι / ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: ευκλείδειος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ευκλείδειος' (νέα ελληνικά)

ης edit

ης α ικο edit
ID: ης-α-ικο Temp   (39 Cat) singular plural
eg: ζηλιάρης   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ικα
genitive ΄η ΄ας ΄ικου ΄ηδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ικα
vocative ΄η ΄α ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ικα
Βικι: ζηλιάρηςCat, Holt:§3.9/τεμπέλης, Triand:§470/ζηλιάρης, OLD:§29/ζηλιάρης, DSMG:§E9/ζηλιάρης, Tsiot:§46/ζηλιάρης
ID: ης-α-ικο-2 Temp   (3 Cat) singular plural
eg: ξανθομάλλης   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
genitive ΄η ΄ας / ούς / ούσας ΄ικου ΄ηδων ούδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
vocative ΄η ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
Βικι: ξανθομάλληςCat, Holt:§3.9/ξανθομάλλης, Triand:§473/ξανθομάλλης
ID: ης-α-ικο-3 Temp   (2 Cat) singular plural
eg: κατσαρομάλλης   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούσες ΄ικα
genitive ΄η ΄ας / ούσας ΄ικου ΄ηδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούσες ΄ικα
vocative ΄η ΄α / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούσες ΄ικα
Βικι: κατσαρομάλληςCat, Holt:§3.9/—, Triand:§470/—
ID: ης-α-ικο-4 Temp   (1 Cat) singular plural
eg: κοκκινομύτης   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α / ού ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες ΄ικα
genitive ΄η ΄ας / ούς ΄ικου ΄ηδων ούδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α / ού ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες ΄ικα
vocative ΄η ΄α / ού ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες ΄ικα
Βικι: κοκκινομύτηςCat
ης α ι/ικο edit
ID: ης-α-ι-ικο Temp   (2 Cat) singular plural
eg: μικρούλης   (paroxytone, irregular) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α ΄ι / ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ια / ΄ικα
genitive ΄η ΄ας ΄ικου ΄ηδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α ΄ι / ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ια / ΄ικα
vocative ΄η ΄α ΄ι / ΄ικο ΄ηδες ΄ες ΄ια / ΄ικα
Βικι: μικρούληςCat, Holt: §3.9#2 μικρούλης 
ής ού ίδικο/ήδικο edit
ID: ής-ού-ίδικο-ήδικο Temp   (1 Cat) singular plural
eg: πλακατζής   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ής ού ίδικο / ήδικο ήδες ούδες ίδικα / ήδικα
genitive ή ούς ίδικου / ήδικου ήδων ούδων ίδικων / ήδικων
accusative ή ού ίδικο / ήδικο ήδες ούδες ίδικα / ήδικα
vocative ή ού ίδικο / ήδικο ήδες ούδες ίδικα / ήδικα
Βικι: πλακατζήςCat, Holt:§3.10/καβγατζής, Warb:μερακλής, Tsiot:p47
ης ης ες edit
ID: ής-ής-ές Temp   (185 Cat) singular plural
eg: συνεχής   (oxytone) m f n m f n
nominative ής ής ές είς είς ή
genitive ούς ούς ούς ών ών ών
accusative ή ή ές είς είς ή
vocative ή / ής ής ές είς είς ή
Βικι: συνεχήςCat, Holt:§3.8/ακριβής, Triand:§475/συνεχής, Warb:ακριβής, OLD:§30/συνεχής, DSMG:§E10/συνεχής, Tsiot:§47/διεθνής
ID: ης-ης-ες Temp   (5 Cat) singular plural
eg: πλήρης   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ης ΄ης ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
genitive ΄ους ΄ους ΄ους ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄η ΄η ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
vocative ΄η / ΄ης ΄η ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
Βικι: πλήρηςCat
ID: ης-ης-ες-2 Temp   (8 Cat) singular plural
eg: συνήθης   (stress movement) m f n m f n
nominative ΄ης ΄ης ΄-ες ΄εις ΄εις ΄η
genitive ΄ους ΄ους ΄ους ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄η ΄η ΄-ες ΄εις ΄εις ΄η
vocative ΄η ΄η ΄-ες ΄εις ΄εις ΄η
Βικι: συνήθηςCat, Holt:§3.8/συνήθης, DSMG:E11α/κακοήθης
ID: ης-ης-ες-3 Temp   (44 Cat) singular plural
eg: μυστηριώδης   (stress movement) m f n m f n
nominative ΄ης ΄ης ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
genitive ΄ους ΄ους ΄ους ών ών ών
accusative ΄η ΄η ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
vocative ΄η / ΄ης ΄ης ΄ες ΄εις ΄εις ΄η
Βικι: μανιώδηςCat, Holt:§3.8/βλαχώδης, DSMG:§11/ελώδης
ής ιά ί edit
ID: ής-ιά-ί Temp   (24 Cat) singular plural
eg: πορτοκαλής   (oxytone) m f n m f n
nominative ής ιά ί ιοί ιές ιά
genitive ή / ιού ιάς ιού ιών ιών ιών
accusative ή ιά ί ιούς ιές ιά
vocative ή ιά ί ιοί ιές ιά
Βικι: σταχτήςCat, Holt:§3.6/μαβής, Triand:§466/σταχτής, Warb:σταχτής, OLD:§28A/σταχτής, DSMG:§E8/σταχτής, Tsiot:§46/καφετής
The uninflected neuter nominative form ending in sometimes replaces all forms coloquially.

υς, ους edit

ID: ύς-ιά-ύ Temp   (11 Cat) singular plural
eg: βαθύς   (oxytone) m f n m f n
nominative ύς ιά / εία ύ ιοί ιές ιά
genitive ιού ιάς ιού ιών ιών ιών
accusative ύ ιά / εία ύ ιούς ιές ιά
vocative ύ ιά / εία ύ ιοί ιές ιά
Βικι: βαθύςCat
ID: ύς-εία-ύ Temp   (10 Cat) singular plural
eg: ευθύς   (oxytone) m f n m f n
nominative ύς εία ύ είς είες έα
genitive ύ / έος είας έος έων ειών έων
accusative ύ εία ύ είς είες έα
vocative ύ εία ύ είς είες έα
Βικι: ευθύςCat
ID: ους-ους-ουν Temp   (4 Cat) singular plural
eg: βραδύνους   (irregular) m f n m f n
nominative ΄ους ΄ους ΄ουν ΄οες ΄οες ΄οα
genitive ΄ου ΄ου ΄ου όων όων όων

accusative ΄ου ΄ου ΄ουν ΄οες ΄οες ΄οα
vocative ΄ους ΄ους ΄ουν ΄οες ΄οες ΄οα
Βικι: βραδύνουςCat

ων edit

ID: ών-ούσα-όν Temp   (13 Cat) singular plural
  (oxytone participle) m f n m f n
nominative ών ούσα όν όντες ούσες όντα
genitive όντος ούσας/ούσης όντος όντων ουσών όντων
accusative όντα ούσα όν όντες ούσες όντα
vocative ών ούσα όν όντες ούσες όντα
Βικι: παρώνCat
ID: ων-ουσα-ον Temp   (19 Cat) singular plural
eg: μέλλων   (paroxytone) m f n m f n
nominative 'ων 'ουσα 'ον 'οντες 'ουσες 'οντα
genitive 'οντος 'ουσας/ούσης 'οντος όντων ουσών όντων

accusative 'οντα 'ουσα 'ον 'οντες 'ουσες 'οντα
vocative 'ων 'ουσα 'ον 'οντες 'ουσες 'οντα
Βικι: τρέχωνCat
ID: ων-ων-ον Temp   (21 Cat) singular plural
eg: ευγνώμων   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ων ΄ων ΄ον ΄ονες ΄ονες ΄ονα
genitive ΄ονος ΄ονος ΄ονος όνων όνων όνων

accusative ΄ονα ΄ονα ΄ον ΄ονες ΄ονες ΄ονα
vocative ΄ων / ΄ονα ΄ων ΄ον ΄ονες ΄ονες ΄ονα
Βικι: μετριόφρωνCat

Individual, rare and irregular edit


ID: άς-ού-άδικο Temp   (3 Cat) singular plural
eg: φαγάς   m f n m f n
nominative άς ού άδικο / ούδικο

άδες ούδες άδικα / ούδικα

genitive ά ούς άδικου / ούδικου

άδων ούδων άδικων / ούδικων

accusative ά ού άδικο / ούδικο

άδες ούδες άδικα / ούδικα

vocative ά ού άδικο / ούδικο

άδες ούδες άδικα / ούδικα


A rare group usually formed from a more common noun

Sources edit

  • Babin: Babiniotis G, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Dictionary of the New Greek Language) (2008)
  • DSMG: DSMG Adjectives
  • Holt: Holton D, Mackridge P & Phiippaki-Warburton I, Greek - A Comprehensive Grammar of the Modern Langage (2004).
  • OLD: Stavropoulos DN, Oxford Greek-English Learner's Dictionary (2008).
  • Trianda: Triandaphyllidis MA, trans. Burke JB, Concise Modern greek Grammar (2004).
  • Tsiot: Tsiotsiou-Moore M, A Basic Grammar of Modern Greek (2002).
  • Warb: Warburton e-books.