• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
αβανεύω  (el ) slander, malign
αβανιάζω  (el ) slander, malign αβάνιασα
αβαντάρω  (el ) support αβαντάρισα
αβαντζάρω  (el ), αβαντσάρω prepay, exceed αβαντζάρισα
αβαράρω  (el ) fend off αβάραρα, αβαράρισα
αβασκαίνω  (el ), ➤βασκαίνω put the evil eye αβάσκανα αβασκαίνομαι αβασκάθηκα αβασκαμένος
αβγαταίνω  (el ), ➤αβγατίζω increase αβγάτυνα αβγατισμένος
αβγατίζω  (el ), αβγαταίνω increase αβγάτισα (αβγατίζομαι) (αβγατίστηκα) αβγατισμένος
αβγοκόβω  (el ), (αυγοκόβω) add avgolemono sauce αβγόκοψα, αυγόκοψα αβγοκόβομαι αβγοκόπηκα αβγοκομμένος, αυγοκομμένος
αβδελλιάζω  (el ), ➤βδελλιάζω infested (flukes, leeches, &c) αβδέλλιασα αβδελλιάζομαι αβδελλιάστηκα (αβδελλιασμένος)
(αβδελλώνω (el ), ➤αβδελλιάζω
αβδηριτίζω  (el ) ? behave foolishly αβδηρίτισα
αβλεπτώ  (el ) overlook
lead the easy life αβροδιαιτώμαι  (el )
αγαθεύω  (el ) be stupid αγάθεψα
αγαθολογώ  (el ) praise
αγαθοφέρνω  (el ) look gullible αγαθόφερνα
αγαλλιάζω  (el ), αγαλλιώ rejoice αγαλλίασα αγαλλιασμένος
exult αγάλλομαι  (el )
αγανακτώ  (el ), αγαναχτώ anger, be exasperated αγανάκτησα, αγανάχτησα αγανακτισμένος, αγαναχτισμένος
αγανοϋφαίνω  (el ) weave loosely αγανοΰφανα
αγαντάρω  (el ) endure, grip αγαντάρισα, αγάνταρα αγανταρισμένος
αγαπίζω  (el ) reconcile αγάπισα
αγαπώ  (el ), αγαπάω love, like αγάπησα αγαπιέμαι αγαπήθηκα αγαπημένος
αγγαρεύω  (el ) enslave αγγάρεψα αγγαρεύομαι αγγαρεύτηκα αγγαρεμένος
be announced to αγγελιάζομαι  (el ) αγγελιάστηκα αγγελιασμένος
αγγελοβλέπω  (el ) face death
αγγελοθωρώ  (el ) see the angel of death αγγελοθώρησα
αγγελοκρούω  (el ) αγγελόκρουσα αγγελοκρούομαι αγγελοκρουσμένος
be terrified αγγελοσκιάζομαι  (el )
αγγέλλω  (el ), αγγέλω announce ήγγειλα, άγγειλα αγγέλλομαι αγγέλθηκα αγγελμένος
αγγίζω  (el ), εγγίζω, 'γγίζω touch άγγιξα, ήγγισα, 'γγιξα αγγίζομαι, εγγίζομαι αγγίχτηκα, εγγίχτηκα αγγιγμένος, αγγισμένος
αγγλίζω  (el ) behave as an Englishman
αγγλογλωττώ  (el ) speak English
αγγλοποιώ  (el ) anglicise (UK), anglicize (US) αγγλοποίησα αγγλοποιούμαι αγγλοποιημένος
αγγλοφέρνω  (el ) sound English αγγλόφερα
αγγριφίζω  (el ) § hook αγγρίφισα
αγείρω  (el ) § gather together
αγιάζω  (el ) sanctify αγίασα, άγιασα αγιάζομαι αγιάστηκα αγιασμένος
αγιογραφώ  (el ) paint icons αγιογράφησα αγιογραφούμαι αγιογραφήθηκα αγιογραφημένος
αγιοκατατάσσω  (el ) sanctify, beatify, canonise (UK), canonize (US) αγιοκατέταξα αγιοκατατάσσομαι αγιοκαταταγμένος
αγιοποιώ  (el ) canonise (UK), canonize (US) αγιοποίησα αγιοποιούμαι αγιοποιήθηκα αγιοποιημένος
αγκαζάρω  (el ) reserve, engage αγκαζάρισα αγκαζάρομαι αγκαζαρίστηκα αγκαζαρισμένος
αγκαθιάζω  (el ) prick, sting αγκάθιασα αγκαθιασμένος
αγκαθώνω  (el ) prick αγκάθωσα
αγκαλιάζω  (el ) embrace αγκάλιασα αγκαλιάζομαι αγκαλιάστηκα αγκαλιασμένος
(αγκειάζω (el ), ➤απαγκιάζω shelter (απάγκιασα)
αγκιστρώνω  (el ) hook αγκίστρωσα αγκιστρώνομαι αγκιστρώθηκα αγκιστρωμένος
αγκομαχώ  (el ), αγκομαχάω chug along, gasp αγκομάχησα
αγκουσεύω  (el ) distress αγκούσεψα
αγκριώνω  (el ) cling αγκρίωσα αγκριώνομαι αγκριώθηκα αγκριωμένος
αγκυλώνω  (el ) prick αγκύλωσα αγκυλώνομαι αγκυλώθηκα αγκυλωμένος
αγκυροβολώ  (el ) anchor αγκυροβόλησα αγκυροβολημένος
αγκυροδετώ  (el )
αγκωνιάζω  (el ) angulate αγκώνιασα αγκωνιάζομαι αγκωνιάστηκα αγκωνιασμένος
αγκώνω  (el ), ➤γκώνω bloat (stomach) άγκωσα, έγκωσα
αγλαΐζω  (el ) brighten αγλάισα αγλαΐζομαι αγλαΐστηκα αγλαϊσμένος
αγλακώ  (el ) run
αγναντεύω  (el ) survey αγνάντεψα
αγνίζω  (el ) purify άγνισα αγνίζομαι αγνίστηκα
αγνοώ  (el ) ignore αγνόησα αγνοούμαι αγνοήθηκα αγνοημένος
αγνωμονώ  (el ) be ungrateful
αγοράζω  (el ) buy, purchase αγόρασα αγοράζομαι αγοράστηκα αγορασμένος
αγορεύω  (el ) orate αγόρευσα, αγόρεψα
αγοροφέρνω  (el ), αγωροφέρνω be boyish αγορόφερνα
αγουροθερίζω  (el ) harvest early αγουροθέρισα
αγουροξυπνώ  (el ) wake early αγουροξύπνησα αγουροξυπνημένος
αγουροφέρνω  (el ) be unripe αγουρόφερα
αγραυλώ  (el ) rusticate
αγρεύω  (el ) hunt άγρευσα
αγριεύω  (el ), ➤αγριώνω taunt, scare αγρίεψα αγριεύομαι αγριεύτηκα αγριεμένος
αγρικώ  (el ), αγροικώ, ➤γροικώ hear, understand αγρίκησα, αγροίκησα
αγριοκοιτάζω  (el ), αγριοκοιτώ, αγριοκοιτάω glower at αγριοκοίταξα αγριοκοιτάζομαι, αγριοκοιτιέμαι αγριοκοιτάχτηκα αγριοκοιταγμένος
αγριομιλώ  (el ), αγριομιλάω speak harshly αγριομίλησα
αγριώνω  (el ), ➤αγριεύω taunt, scare αγρίωσα αγριώνομαι
αγροικώ  (el ), ➤γροικώ, ➤αγρικώ
αγρυπνώ  (el ), αγρυπνάω keep watch, stay awake αγρύπνησα αγρυπνισμένος
αγυρντίζω  (el ) sprain αγύρντισα
worry άγχομαι  (el ), αγχώνομαι
αγχώνω  (el ) make anxious άγχωσα αγχώνομαι, άγχομαι αγχώθηκα αγχωμένος
άγω  (el ) lead ήγαγα άγομαι άχθηκα
αγωγιάζω  (el ) hire αγώγιασα
strive, oppose αγωνίζομαι  (el ) αγωνίστηκα
αγωνιώ  (el ) be in agony αγωνιούσα
αγωνοθετώ  (el )
(αγωροφέρνω (el ), ➤αγοροφέρνω
αδειάζω  (el ) unload, empty άδειασα αδειάζομαι αδειάστηκα αδειασμένος
αδειοδοτώ  (el ) authorise (UK), authorize (US) αδειοδότησα αδειοδοτούμαι αδειοδοτήθηκα αδειοδοτημένος
αδελφώνω  (el ), αδερφώνω fraternise (UK), fraternize (US) αδέλφωσα, αδέρφωσα αδελφώνομαι, αδερφώνομαι αδελφώθηκα, αδερφώθηκα αδελφωμένος, αδερφωμένος
αδημονώ  (el ) fret αδημονούσα
αδιαβροχοποιώ  (el ) waterproof αδιαβροχοποίησα αδιαβροχοποιούμαι αδιαβροχοποιήθηκα αδιαβροχοποιημένος
αδιαθετώ  (el ) become unwell αδιαθέτησα
αδιαφορώ  (el ) be indifferent to αδιαφόρησα
αδικοβάζω  (el ) falsely accuse αδικόβαλα
αδικοπραγώ  (el ) transgress αδικοπράγησα
αδικοπρακτώ  (el ), αδικοπραγώ
αδικώ  (el ), ἀδικῶ injure, be unfair αδίκησα αδικούμαι, αδικιέμαι αδικήθηκα αδικημένος
αδολεσχώ  (el ) prattle
αδράζω  (el ), ➤αδράχνω
αδρανοποιώ  (el ) still αδρανοποίησα αδρανοποιούμαι αδρανοποιήθηκα αδρανοποιημένος
αδρανώ  (el ) be dormant αδράνησα
αδράχνω  (el ), αδράζω, ➤δράχνω grasp άδραξα
αδροπληρώνω  (el ) overpay αδροπλήρωσα αδροπληρώνομαι αδροπληρώθηκα
αδυνατίζω  (el ) become thin αδυνάτισα αδυνατισμένος
αδυνατώ  (el ) be incapable αδυνατούσα
άδω  (el ) sing
αεριοποιώ  (el ) aerate, gasify αεριοποίησα αεριοποιούμαι αεριοποιήθηκα αεριοποιημένος
αερίζω  (el ) air αέρισα αερίζομαι αερίστηκα αερισμένος
αεροβατώ  (el ) daydream αεροβατούσα
αεροκοπανίζω  (el ) labour in vain αεροκοπάνισα
αερολισθαίνω  (el )
αερολογώ  (el ) talk nonsense αερολόγησα
αερομαχώ  (el ) fight (aerial)
αεροποιώ  (el ) vaporise (UK), vaporize (US) αεροποίησα αεροποιούμαι αεροποιήθηκα
αεροφωτογραφίζω  (el ) take (aerial photographs) αεροφωτογράφισα αεροφωτογραφίζομαι αεροφωτογραφίστηκα αεροφωτογραφισμένος
αεροφωτογραφώ  (el ) take (aerial photographs) αεροφωτογράφησα αεροφωτογραφούμαι αεροφωτογραφήθηκα αεροφωτογραφημένος
αηδιάζω  (el ) be disgusted αηδίασα αηδιασμένος
αηδονολαλώ  (el ) sing (like a nightingale) αηδονολάλησα
αηχοποιούμαι  (el )
αθανατίζω  (el ), ➤απαθανατίζω immortalise (UK), immortalize (US) αθανάτισα αθανατίζομαι αθανατίστηκα αθανατισμένος
αθεΐζω  (el ) disbelieve
αθετώ  (el ) renege αθέτησα αθετούμαι αθετήθηκα αθετημένος
αθλοθετώ  (el ) sponsor (sport) αθλοθέτησα αθλοθετούμαι αθλοθετήθηκα
exercise αθλούμαι  (el ) αθλήθηκα αθλούμενος
αθροίζω  (el ) add up άθροισα αθροίζομαι αθροίστηκα αθροισμένος
αθυμώ  (el ) despair αθύμησα
αθυροστομώ  (el )
αθωώνω  (el ) acquit αθώωσα αθωώνομαι αθωώθηκα αθωωμένος
be ashamed αιδούμαι  (el )
αιθεροβατώ  (el ) daydream αιθεροβάτησα
αιθριάζω  (el ) clear up αιθρίασα
αιμάσσω  (el ) bleed ήμαξα ημαγμένος
αιματοβάφω  (el ) draw blood αιματόβαψα αιματοβάφομαι αιματοβάφτηκα αιματοβαμμένος, ματοβαμμένος
αιματοκυλίζω  (el ), ➤αιματοκυλώ slaughter αιματοκύλισα αιματοκυλίζομαι αιματοκυλίστηκα
αιματοκυλώ  (el ), αιματοκυλάω, ➤αιματοκυλίζω slaughter αιματοκύλισα αιματοκυλιέμαι αιματοκυλίστηκα
αιματώνω  (el ), ματώνω bleed αιμάτωσα αιματώνομαι αιματώθηκα αιματωμένος
αιμολύω  (el ) hemolyze, haemolyse αιμόλυσα (αιμολύομαι) (αιμολύθηκα)
αιμορραγώ  (el ) bleed, haemorrhage αιμορράγησα
αιμορροώ  (el ) bleed, haemorrhage αιμορρόησα
αινώ  (el ) praise
αίρω  (el ) raise, remove ήρα αίρομαι άρθηκα ηρμένος
sense, feel αισθάνομαι  (el ) αισθάνθηκα
αισθηματολογώ  (el ) sentimentalise (UK), sentimentalize (US) αισθηματολογούσα
αισθητοποιώ  (el ) describe αισθητοποίησα αισθητοποιούμαι αισθητοποιήθηκα αισθητοποιημένος
αισιοδοξώ  (el ) be optimistic αισιοδοξούσα
αισχροκερδώ  (el ) profiteer αισχροκέρδησα
αισχρολογώ  (el ) use obscenities αισχρολογούσα
feel shame αισχύνομαι  (el ) αισχύνθηκα αισχυνόμενος
(αιτιάζω (el ) blame αιτιάζομαι
αιτιοκρατούμαι  (el )
αιτιολογώ  (el ) rationalise (UK), rationalize (US) αιτιολόγησα αιτιολογούμαι αιτιολογήθηκα αιτιολογημένος
blame αιτιώμαι  (el )
αιτώ request αιτούσα αιτούμαι  (el ) αιτήθηκα
αιφνιδιάζω  (el ) ambush αιφνιδίασα αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάστηκα αιφνιδιασμένος
αιχμαλωτίζω  (el ) capture αιχμαλώτισα αιχμαλωτίζομαι αιχμαλωτίστηκα αιχμαλωτισμένος
hover αιωρούμαι  (el ) αιωρήθηκα
αιωρώ  (el ), αιωρίζω swing (up in the air) αιώρισα αιωρούμαι αιωρήθηκα αιωρημένος
ακαιρολογώ  (el )
ακαματεύω  (el ) laze, loaf ακαμάτεψα
ακαρτερώ  (el ) , ➤καρτερώ wait patiently ακαρτέρησα
ακεραιώνω  (el ) complete ακεραίωσα ακεραιώνομαι ακεραιώθηκα ακεραιωμένος
ακινητοποιώ  (el ) immobilise (UK), immobilize (US) ακινητοποίησα ακινητοποιούμαι ακινητοποιήθηκα ακινητοποιημένος
ακινητώ  (el ) be motionless ακινήτησα ακινητήθηκα ακινητημένος
simper ακκίζομαι  (el ) ακκίστηκα
ακκομπανιάρω  (el ), ➤ακομπανιάρω
ακλουθώ  (el ), ακλουθάω, ακολουθώ follow ακλούθησα
ακμάζω  (el ) prosper, flourish ήκμασα, άκμασα
ακολασταίνω  (el ) behave lewdly ακολάστησα
ακολουθώ  (el ), ακολουθάω, ακλουθώ follow ακολούθησα ακολουθούμαι, ακολουθιέμαι ακολουθήθηκα
ακομπανιάρω  (el ), ακκομπανιάρω accompany (musically) ακομπανιάρισα ακομπανιάρομαι ακομπανιαρίστηκα ακομπανιαρισμένος
ακονίζω  (el ) sharpen ακόνισα ακονίζομαι ακονίστηκα ακονιζμένος
ακοντίζω  (el ) hurl ακόντισα ακοντίζομαι ακοντίστηκα, (ακοντίσθηκα) ακοντισμένος
ακοστάρω  (el ), ➤κοστάρω float alongside (ship) ακοστάρισα
ακούγω  (el ), ➤ακούω
ακουμπώ  (el ), ακουμπάω touch ακούμπησα ακουμπισμένος
listen (carefully) ακουρμάζομαι  (el ) ‡§ ακουρμάστηκα ακουρμασμένος
ακούω  (el ), ακούγω hear, listen άκουσα ακούγομαι ακούστηκα, ακούσθηκα ακουσμένος
ακριβαίνω  (el ) increase (price) ακρίβυνα
ακριβοεξετάζω  (el ) scrutinise (UK), scrutinize (US) ακριβοεξέτασα
ακριβολογώ  (el ) enunciate ακριβολόγησα
ακριβοπληρώνω  (el ) pay dearly ακριβοπλήρωσα ακριβοπληρώνομαι ακριβοπληρώθηκα ακριβοπληρωμένος
ακριβοπουλώ  (el ) sell dearly ακριβοπούλησα ακριβοπουλιέμαι ακριβοπουλήθηκα
ακριτολογώ  (el ) prattle ακριτολόγησα
auscultate, listen ακροάζομαι  (el ), ακροώμαι ακροάστηκα, ακροάσθηκα
ακροβατώ  (el ) perform acrobatics ακροβάτησα
skirmish ακροβολίζομαι  (el ) ακροβολίστηκα ακροβολισμένος
ακροπατώ  (el ) tiptoe ακροπάτησα
listen ακροώμαι  (el ), ακροάζομαι ακροάστηκα
ακρωτηριάζω  (el ) amputate ακρωτηρίασα ακρωτηριάζομαι ακρωτηριάστηκα ακρωτηριασμένος
ακτινοβολώ  (el ), ακτινοβολάω beam, radiate ακτινοβόλησα ακτινοβολούμαι ακτινοβολήθηκα ακτινοβολημένος
ακτινογραφώ  (el ) x-ray ακτινογράφησα ακτινογραφούμαι ακτινογραφήθηκα ακτινογραφημένος
ακτινοσκοπώ  (el ) x-ray ακτινοσκόπησα ακτινοσκοπούμαι ακτινοσκοπήθηκα ακτινοσκοπημένος
ακτοπλοώ  (el ) sail coastally
ακυρολεκτώ  (el ), ακυριολεκτώ speak (metaphorically) ακυρολέκτησα, ακυριολέκτησα
ακυρολογώ  (el ) speak (metaphorically)
ακυρώνω  (el ), ακυρώ abolish ακύρωσα ακυρώνομαι ακυρώθηκα ακυρωμένος
swagger αλαζονεύομαι  (el ) αλαζονεύτηκα
αλαλάζω  (el ) shout (joy) αλάλαξα
αλαλιάζω  (el ) stun αλάλιασα αλαλιασμένος
αλαργεύω  (el ), αλαργάρω go (to sea), sail αλάργεψα αλαργεμένος
αλατίζω  (el ) salt αλάτισα αλατίζομαι αλατίστηκα αλατισμένος
αλατοπιπερώνω  (el ) season (salt & pepper) αλατοπιπέρωσα
αλαφιάζω  (el ), ➤λαφιάζω, (➤ελαφιάζω) startle αλάφιασα αλαφιάζομαι αλαφιάστηκα αλαφιασμένος
αλαφραίνω  (el ) , ελαφραίνω lighten αλάφρυνα
hover αλαφροζυγιάζομαι  (el ) αλαφροζυγιάστηκα
αλαφροπατώ  (el ) walk lightly αλαφροπάτησα
αλαφρώνω  (el ), ελαφρώνω lighten αλάφρωσα αλαφρωμένος
αλγώ  (el ) sorrow
αλεγράρω  (el ) cheer up αλεγράρισα
αλέθω  (el ) grind άλεσα αλέθομαι αλέστηκα αλεσμένος
αλείφω  (el ), αλείβω spread, smear άλειψα αλείφομαι, αλείβομαι αλείφτηκα αλειμμένος
αλετρίζω  (el ) plough αλέτρισα αλετρίζομαι αλετρίστηκα αλετρισμένος
αλευρογυρίζω  (el ) mill (flour) αλευρογύρισα
αλευροκοσκινίζω  (el ) sift, screen (flour) αλευροκοσκίνισα
αλευροπασπαλίζω  (el ) dust with flour αλευροπασπάλισα
αλευροποιώ  (el ) grind, mill αλευροποίησα
αλευροσακιάζω  (el ) bag up (flour) αλευροσάκιασα
αλευροσταυρώνω  (el ) cross in the flour αλευροσταύρωσα
αλευρώνω  (el ) flour, powder αλεύρωσα αλευρώνομαι αλευρώθηκα αλευρωμένος
αληθεύει  (el ) hold true, hold good (impersonal)
αληθεύω  (el ) come true αλήθεψα αληθεύομαι αληθεύτηκα αληθευμένος, (αληθεμένος)
αλησμονώ  (el ) , αλησμονάω, ➤λησμονώ forget αλησμόνησα
αλητεύω  (el ) loaf, be a vagrant αλήτεψα
αλιεύω  (el ) fish αλίευσα αλιεύομαι αλιεύτηκα αλιευμένος
(αλίσκω (el ), ➤αναλίσκω αλίσκομαι  (el )
αλλάζω  (el ), ➤αλλάσσω, ➤ξαλλάζω change, dress up άλλαξα αλλάζομαι αλλάχτηκα αλλαγμένος
αλλαξοδρομώ  (el ), αλλαξοδρομίζω change direction αλλαξοδρόμησα
αλλαξοπιστώ  (el ), αλλαξοπιστίζω recant αλλαξοπίστησα, αλλαξοπίστισα
αλλάσσω  (el ), ➤αλλάζω, ➤ξαλλάζω change, dress up άλλαξα
αλληγορώ  (el ) speak allegorically αλληγόρησα
αλληθωρίζω  (el ), αλλοιθωρίζω squint αλληθώρισα
αλληλεπιδρώ  (el ), αλληλοεπιδρώ interact αλληλεπίδρασα
αλληλεπικαλύπτω  (el ) overlap αλληλεπικαλύπτωομαι
αλληλεπικοινωνώ  (el ) intercommunicate αλληλεπικοινώνησα
criticise (UK), criticize (US) (mutually) (αλληλεπικρίνομαι (el )
elope αλληλοαπάγομαι  (el ) αλληλοαπάχθηκα
aid mutually αλληλοβοηθούμαι  (el ), αλληλοβοηθιέμαι αλληλοβοηθήθηκα αλληλοβοηθημένος
αλληλοβρίζω  (el ) from passive
(αλληλοβρίζω) curse one another αλληλοβρίζομαι  (el ) αλληλοβρίστηκα
αλληλογαμιέμαι  (el )
αλληλογραφώ  (el ) correspond αλληλογράφησα
loan (in exhange) αλληλοδανείζομαι  (el )
? intertwine αλληλοδιαπλέκομαι  (el ) αλληλοδιαπλέχτηκα αλληλοδιαπλεγμένος
depend on each other αλληλοεξαρτώμαι  (el ) αλληλοεξαρτήθηκα αλληλοεξαρτημένος
kill each other αλληλοεξοντώνομαι  (el ) αλληλοεξοντώθηκα αλληλοεξοντωμένος
αλληλοεξουδετερώνω  (el ) neutralise (UK), neutralize (US) (each other) αλληλοεξουδετέρωσα αλληλοεξουδετερώνομαι αλληλοεξουδετερώθηκα αλληλοεξουδετερωμένος
recriminate αλληλοκατηγορούμαι  (el ) αλληλοκατηγορήθηκα
look at each other αλληλοκοιτάζομαι  (el ) αλληλοκοιτάχτηκα
raid αλληλοκουρσεύομαι  (el )
stab each other αλληλομαχαιρώνομαι  (el ) αλληλομαχαιρώθηκα αλληλομαχαιρωμένος
intermarry αλληλοπαντρεύομαι  (el ) αλληλοπαντρεύτηκα
encourage (mutually) (αλληλοπαρορμώμαι (el ) αλληλοπαρορμήθηκα αλληλοπαρορμημένος
kill one another αλληλοσκοτώνομαι  (el ) αλληλοσκοτώθηκα αλληλοσκοτωμένος
fight one another αλληλοσπαράζομαι  (el ) αλληλοσπαράχτηκα
fight one another αλληλοσυγκρούομαι  (el ) αλληλοσυγκρούστηκα αλληλοσυγκρουόμενος
praise one another αλληλοσυμπληρώνομαι  (el ) αλληλοσυμπληρώθηκα
αλληλοσυνδέω  (el ) interconnect αλληλοσυνέδεσα
squabble αλληλοτρώγομαι  (el )
αλληλουΐζω  (el ) regret
help one another αλληλοϋποστηρίζομαι  (el )
αλληλουχώ  (el ) sequence
αλλοιθωρίζω  (el ), αλληθωρίζω squint αλλοιθώρισα
αλλοιώνω  (el ) taint αλλοίωσα αλλοιώνομαι αλλοιώθηκα αλλοιωμένος
αλλοτριώνω  (el ) embezzle αλλοτρίωσα αλλοτριώνομαι αλλοτριώθηκα αλλοτριωμένος
αλλοφρονώ  (el ) go crazy αλλοφρόνησα
αλμυρίζω  (el ), αρμυρίζω add salt αλμύρισα, αρμύρισα
(αλυσιδώνω (el ), ➤αλυσοδένω enchain αλυσίδωσα
αλυσοδένω  (el ) chain αλυσόδεσα αλυσοδένομαι αλυσοδέθηκα αλυσοδεμένος
αλυσώνω  (el ) chain αλύσωσα
αλυχτώ  (el ), αλυχτάω bark αλύχτησα
αλφαβητίζω  (el ) Ø alphabetise (UK), alphabetize (US) αλφαβήτισα αλφαβητίζομαι αλφαβητίστηκα αλφαβητισμένος
αλφαδιάζω  (el ) level αλφάδιασα αλφαδιάζομαι αλφαδιάστηκα αλφαδιασμένος
αλωνίζω  (el ) thresh αλώνισα αλωνίζομαι αλωνίστηκα αλωνισμένος
αλωνοθερίζω  (el ) reap, thresh αλωνοθέρισα
αλώνω  (el ) dominate, capture άλωσα αλώνομαι αλώθηκα αλωμένος
αμαλγαμώνω  (el ) amalgamate αμαλγάμωσα
αμαξώνω  (el ) build (vehicle) αμάξωσα
αμαρτάνω  (el ), αμαρταίνω sin αμάρτησα ημαρτημένος
αμαυρώνω  (el ) blacken αμαύρωσα αμαυρώνομαι αμαυρώθηκα αμαυρωμένος
αμβλύνω  (el ) blunt άμβλυνα αμβλύνομαι αμβλύνθηκα αμβλυμένος
αμβλώνω  (el ) abort άμβλωσα
αμείβω  (el ) recompense άμειψα αμείβομαι αμείφτηκα, αμείφθηκα
αμέλγω  (el ), ➤ αρμέγω milk
αμελώ  (el ) neglect αμέλησα αμελούμαι αμελήθηκα αμελημένος
αμερικανίζω  (el ) Americanise (UK), Americanize (US) αμερικάνιζα
dominated by America αμερικανοκρατούμαι  (el ) αμερικανοκρατήθηκα αμερικανοκρατημένος
αμεροληπτώ  (el ) be impartial αμερολήπτησα
compete αμιλλώμαι  (el )
αμμοβολώ  (el ) abrade, sandblast αμμοβόλησα αμμοβολούμαι αμμοβολήθηκα αμμοβολημένος
αμνηστεύω  (el ) pardon αμνήστευσα αμνηστεύομαι αμνηστεύτηκα αμνηστευμένος
αμνώγω  (el ) swear (legal)
αμολάρω  (el ), ➤μολάρω release, let loose αμολάρισα
αμολέρνω  (el ), ➤μολέρνω release, let loose
αμολώ  (el )§, αμολάω, ➤ξαμολώ loosen, let loose αμόλησα αμολιέμαι αμολήθηκα αμολημένος
αμόνω  (el ) , ➤ομόνω swear (legal) άμοσα
αμπαλάρω  (el ) wrap, pack αμπαλάρισα αμπαλάρομαι αμπαλαρίστηκα αμπαλαρισμένος
αμπαρώνω  (el ) bolt, lock αμπάρωσα αμπαρώνομαι αμπαρώθηκα αμπαρωμένος
αμπελουργώ  (el ) cultivate (vines) αμπελούργησα
αμπελοφιλοσοφώ  (el ) philosophise (UK), philosophize (US) αμπελοφιλοσόφησα
αμποδένω  (el ) cast spell αμπόδεσα
αμπραγιάρω  (el ) engage clutch αμπραγιάρισα
αμπώθω  (el ) reject άμπωσα, άμπωξα
αμπώνω  (el ), ➤αμπώχνω thrust, reject
αμπώχνω  (el ), αμπώνω thrust, reject άμπωξα
defend yourself αμύνομαι  (el ) αμύνθηκα
αμφιβάλλω  (el ) doubt αμφέβαλα
αμφιρρέπω  (el ) hesitate
αμφισβητώ  (el ) doubt, dispute αμφισβήτησα αμφισβητούμαι, αμφισβιτιέμαι αμφισβητήθηκα αμφισβητημένος
hesitate αμφιταλαντεύομαι  (el ) αμφιταλαντεύτηκα, αμφιταλαντεύθηκα αμφιταλαντευμένος
(αμώνω (el ), ➤ομόνω

Sources edit

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: