• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
ξεμαγαρίζω  (el ) ξεμαγάρισα ξεμαγαρίζομαι ξεμαγαρίστηκα ξεμαγαρισμένος
ξεμαθαίνω  (el ) forget ξέμαθα
ξεμακιγιάρω  (el ) remove makeup ξεμακιγιάρισα ξεμακιγιαρισμένος
ξεμακραίνω  (el ) move away, go away ξεμάκρυνα ξεμακρυσμένος
ξεμαλλιάζω  (el ) pull someones hair ξεμάλλιασα ξεμαλλιάζομαι ξεμαλλιάστηκα ξεμαλλιασμένος
ξεμανταλώνω  (el ) unbolt ξεμαντάλωσα ξεμανταλώνομαι ξεμανταλώθηκα ξεμανταλωμένος
ξεμαντρώνω  (el ) remove wall
ξεμαρκάρω  (el ) ξεμαρκάρισα ξεμαρκάρομαι ξεμαρκαρίστηκα ξεμαρκαρισμένος
ξεμασκαλίζω  (el ) disjoint ξεμασκάλισα ξεμασκαλίζομαι ξεμασκαλίστηκα ξεμασκαλισμένος
ξεμασκαρεύω  (el ) unmask
ξεματιάζω  (el ) shield from evil eye ξεμάτιασα ξεματιάζομαι ξεματιάστηκα ξεματιασμένος
ξεμαυλίζω  (el ), ➤ εκμαυλίζω
ξεμεθώ  (el ), ξεμεθάω sober up ξεμέθυσα ξεμεθυσμένος
ξεμένω  (el ) be stranded, remain ξέμεινα
ξεμεσημεριάζω  (el ) ξεμεσημέριασα
ξεμεσιάζω  (el ) weary, tire ξεμέσιασα ξεμεσιάζομαι ξεμεσιάστηκα ξεμεσιασμένος
ξεμιστεύγω  (el )
ξεμοναχιάζω  (el ) isolate, take aside ξεμονάχιασα ξεμοναχιασμένος
ξεμοντάρω  (el ) dismantle ξεμοντάρισα ξεμονταρισμένος
ξεμουδιάζω  (el ) recover from numbness ξεμούδιασα
ξεμουχλιάζω  (el ) remove mould ξεμούχλιασα ξεμουχλιασμένος
ξεμπαρκάρω  (el ) disembark ξεμπάρκαρα, ξεμπαρκάρισα
ξεμπαστουρώνω  (el )
ξεμπερδεύω  (el ) disentangle ξεμπέρδεψα ξεμπερδεύομαι ξεμπερδεύτηκα ξεμπερδεμένος
ξεμπλέκω  (el ) untangle ξέμπλεξα ξεμπλέκομαι ξεμπλέχτηκα ξεμπλεγμένος
ξεμπλοκάρω  (el ) ξεμπλόκαρα, ξεμπλοκάρισα ξεμπλοκάρομαι ξεμπλοκαρίστηκα ξεμπλοκαρισμένος
ξεμποτσάρω  (el ) unlash (nautical)
ξεμπουκάρω  (el ) gush, burst out ξεμπούκαρα, ξεμπουκάρισα
ξεμπουκώνω  (el ) ξεμβούκωσα ξεμβουκώνομαι ξεμβουκώθηκα ξεμβουκωμένος
roll up one's sleeves ξεμπρατσώνομαι  (el ) ξεμπρατσώθηκα ξεμπρατσωμένος
ξεμπροστιάζω  (el ), (ξεμπροστίζω) expose, unmask ξεμπόστιασα
ξεμυαλίζω  (el ), ➤ ξελογιάζω seduce ξεμυάλισα ξεμυαλίζομαι ξεμυαλίστηκα ξεμυαλισμένος
ξεμυστηρεύομαι  (el ), ➤ εκμυστηρεύομαι
ξεμυτίζω  (el ), ξεμυτάω, ξεμυτώ venture out ξεμύτισα ξεμυτισμένος
(ξεμωραίνω) become senile ξεμώρανα ξεμωραίνομαι  (el ) ξεμωράθηκα ξεμωραμένος
ξεναγώ  (el ) show around, guide ξενάγησα ξεναγούμαι ξεναγήθηκα ξεναγημένος
ξενερίζω  (el ) ξενέρισα
ξενερώνω  (el ) ξενέρωσα ξενερώθηκα ξενερωμένος
ξενηλατώ  (el ) expel foreigners
ξενίζω  (el ) surprise ξένισα ξενίζομαι ξενίστηκα ξενισμένος
ξενιτεύομαι  (el ) emigrate ξενιτεύομαι ξενιτεύτηκα ξενιτεμένος
ξενογαμώ  (el ), ξενογαμάω fornicate ξενογάμησα
ξενοδουλεύω  (el ) do work for foreigners ξενοδούλεψα
ξενοιάζω  (el ), ξεννοιάζω, ξεγνοιάζω be carefree ξένοιασα ξενιάζομαι ξενοιάστηκα ξενοιασμένος
ξενοικιάζω  (el ) move out, end lease ξενοίκιασα ξενοικιάζομαι ξενοικιάστηκα ξενοικιασμένος
ξενοκοιμάμαι  (el ) sleep out, sleep around ξενοκοιμάμαι, ξενοκοιμούμαι ξενοκοιμήθηκα
ξενοκοιτάζω  (el ), ξενοκοιτώ, ξενοκοιτάω ξενοκοίταξα
ξενοκρατούμαι  (el ) be under occupation ξενοκρατούμαι ξενοκρατήθηκα
ξενοπλένω  (el ), ξενοπλύνω be a washerwoman ξενόπλυνα
ξενοράβω  (el )
ξενοφέρνω  (el )
ξεντερίζω  (el ) disembowel ξεντέρισα ξεντερίζομαι ξεντερίστηκα ξεντερισμένος
ξεντροπιάζω  (el ) restore reputation ξεντρόπιασα ξεντροπιάζομαι ξεντροπιάστηκα ξεντροπιασμένος
ξεντύνω  (el ) undress ξέντυσα ξεντύνομαι ξεντύθηκα ξεντυμένος
ξεντώνω  (el ) limber up, flex
ξενυστάζω  (el ) waken ξενύσταξα ξενυσταγμένος
ξενυχιάζω  (el ) step on someone's toes ξενύχιασα ξενυχιάζομαι ξενυχιάστηκα ξενυχιασμένος
ξενυχτίζω  (el ) hold a vigil ξενύχτισα ξενυχτισμένος
ξενυχτώ  (el ), ξενυχτάω stay up all night ξενύχτησα ξενυχτισμένος
ξεπαγιάζω  (el ) be frozen stiff ξεπάγιασα ξεπαγιασμένος
ξεπαγώνω  (el ) thaw, defrost ξεπάγωσα ξεπαγωμένος
ξεπαίρνομαι  (el ) ξεπαίρνομαι
ξεπακετάρω  (el ) unpack
ξεπαλουκώνω  (el ) ξεπαλούκωσα
ξεπαραδιάζω  (el ) bleed white, fleece ξεπαράδιασα ξεπαραδιάζομαι ξεπαραδιάστηκα ξεπαραδιασμένος
ξεπαραλώ  (el ) unpick (sewing), deconstruct
ξεπαρθενεύω  (el ) deflower ξεπαρθένεψα ξεπαρθενεύομαι ξεπαρθενεύτηκα ξεπαρθενεμένος
ξεπαρθενιάζω  (el ) deflower
ξεπαστρεύω  (el ) exterminate, kill ξεπάστρεψα
ξεπατικώνω  (el ) trace (on paper), copy ξεπατίκωσα ξεπατικώνομαι ξεπατικώθηκα ξεπατικωμένος
ξεπατώνω  (el ) remove the bottom, wear out ξεπάτωσα ξεπατώνομαι ξεπατώθηκα ξεπατωμένος
ξεπεζεύω  (el ) , (ξαπεζεύω) get off, alight ξεπέζεψα ξεπεζεμένος
ξεπερνώ  (el ), ξεπερνάω exceed; become obsolete pass ξεπέρασα ξεπερνιέμαι ξεπεράστηκα ξεπερασμένος
ξεπεταλώνω  (el ) ξεπετάλωσα ξεπεταλώνομαι ξεπεταλώθηκα ξεπεταλωμένος
ξεπετώ  (el ), ξεπετάω sprout; spring up/leap out pass ξεπέταξα ξεπετάγομαι, ξεπετιέμαι ξεπετάχτηκα ξεπεταγμένος
ξεπέφτω  (el ) decline, weaken, demean ξέπεσα ξεπεσμένος
ξεπηδώ  (el ), ➤ αναπηδώ bounce, leap ξεπήδησα
revive, relax ξεπιάνομαι  (el ) § ξεπιάστηκα ξεπιασμένος
ξεπικρίζω  (el ) disembitter ξεπίκρισα ξεπικρίζομαι ξεπικρίστηκα ξεπικρισμένος
ξεπλανεύω  (el ) seduce, influence ξεπλάνεψα ξεπλανεύτηκα ξεπλανεμένος
ξεπλατίζω  (el ) tire (esp the back)
ξεπλέκω  (el ) let your hair down, unravel ξέπλεξα ξεπλέκομαι ξεπλέχτηκα ξεπλεγμένος
ξεπλένω  (el ), ξεπλύνω rinse, wash, flush out ξέπλυνα ξεπλένομαι ξεπλύθηκα ξεπλυμένος
ξεπληρώνω  (el ) repay (debt) ξεπλήρωσα ξεπληρώνομαι ξεπληρώθηκα ξεπληρωμένος
ξεπλύνω  (el ), ➤ ξεπλένω rinse, wash ξέπλυνα ξεπλύνομαι ξεπλύθηκα ξεπλυμένος
ξεποδαριάζω  (el ) walk somebody off their legs ξεποδάριασα ξεποδαριάζομαι ξεποδαριάστηκα ξεποδαριασμένος
ξεπορτίζω  (el ) sneak out, persuade out ξεπόρτισα ξεπορτισμένος
ξεπουλώ  (el ) sell off, sell out ξεπούλησα ξεπουλιέμαι ξεπουλήθηκα ξεπουλημένος
ξεπουπουλιάζω  (el ), ξεπουπουλίζω pluck, fleece ξεπουπούλιασα ξεπουπουλιάζομαι ξεπουπουλιάστηκα ξεπουπουλιασμένος
reduce swelling ξεπρήζομαι  (el ) ξεπρήστηκα ξεπρηςμένος
ξεπροβαδίζω  (el ), ➤ ξεπροβοδίζω
ξεπροβαδώ  (el ), ➤ ξεπροβοδώ
ξεπροβαίνω  (el )
ξεπροβάλλω  (el ), ξεπροβαίνω peep out, pop up ξεπρόβαλα
ξεπροβοδίζω  (el ), ➤ ξεπροβαδίζω see out, see off ξεπροβόδισα, ξεπροβόδησα
ξεπροβοδώ  (el )
ξεπροβοδώνω  (el )
ξεραίνω  (el ), ➤ ξηραίνω dry up, dry ξέρανα ξεραίνομαι ξεράθηκα ξεραμένος, (ξεραμμένος
ξεριζώνω  (el ) uproot, pullup ξερίζωσα ξεριζώνομαι ξεριζώθηκα ξεριζωμένος
ξερίχνωþ  (el ) throwout
ξερνοβολώ  (el ) , ξερνοβολάω continue vomiting ξερνοβόλησα
ξερνώ  (el ), ξερνάω, εξερνώ, ξερώ, ξιρνώ vomit, puke ξέρασα ξεράστηκα ξερασμένος
ξεροβήχω  (el ) cough, ahem ξερόβηξα
lick one's lips ξερογλείφομαι  (el ) ξερογλείφτηκα
ξερογλείφω  (el ) butter up
ξεροκαταπίνω  (el ) gulp, hesitate ξεροκατάπια
ξεροκοκκινίζω  (el ) blush
ξεροσταλιάζω  (el ) stand about, kick one's heels ξεροστάλιασα ξεροσταλιασμένος
ξεροτηγανίζω  (el ) fry until brown, pester ξεροτηγάνισα ξεροτηγανίζομαι ξεροτηγανίστηκα ξεροτηγανισμένος
ξεροψήνω  (el ) bake/roast (slowly or until brown) ξερόψησα ξεροψήνομαι ξεροψήθηκα ξεροψημένος
ξέρω  (el ), ➤ ξεύρω know ήξερα†
ξεσαβουρώνω  (el ) remove extraneous material ξεσαβούρωσα ξεσαβουρώνομαι ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος
ξεσαλώνω  (el ) ξεσάλωσα ξεσαλώνομαι ξεσαλωμένος
ξεσαμαρώνω  (el ) unsaddle, remove pack ξεσαμάρωσα ξεσαμαρώνομαι ξεσαμαρώθηκα ξεσαμαρωμένος
ξεσβερκιάζομαι  (el ) ξεσβερκιάστηκα ξεσβερκιασμένος
ξεσβερκώνομαι  (el ) ξεσβερκώθηκα ξεσβερκωμένος
ξεσελώνω  (el ) unsaddle ξεσέλωσα ξεσελώνομαι ξεσελώθηκα ξεσελωμένος
ξεσέρνω  (el ) drag ξέσυρα
ξεσηκώνω  (el ) incite, rouse ξεσήκωσα ξεσηκώνομαι ξεσηκώθηκα ξεσηκωμένος
ξεσκάζω  (el ), ξεσκάνω, ➤ ξεσκώ unwind, relax ξέσκασα
ξεσκαλίζω  (el ) uncover, rake up (rumour) ξεσκάλισα ξεσκαλίστηκα ξεσκαλισμένος
ξεσκαλώνω  (el ) unhitch, disentangle ξεσκάλωσα ξεσκαλώνομαι ξεσκαλώθηκα ξεσκαλωμένος
ξεσκαρτάρω  (el ), ➤ σκαρτάρω discard, throwout ξεσκαρτάρισα, ξεσκάρταρα ξεσκαρταρίστηκα ξεσκαρταρισμένος
ξεσκατίζω  (el ) clean up dirt, wipe clean ξεσκάτισα ξεσκατίζομαι ξεσκατίστηκα ξεσκατισμένος
ξεσκατώνω  (el ) clean up dirt, wipe clean ξεσκάτωσα ξεσκατώνομαι ξεσκατώθηκα ξεσκατωμένος
ξεσκεπάζω  (el ) unveil, uncover ξεσκέπασα ξεσκεπάζομαι ξεσκεπάστηκα ξεσκεπασμένος
ξεσκίζω  (el ), ξεσχίζω tear, tear up; tire out pass ξέσκισα ξεσκίζομαι ξεσκίστηκα ξεσκισμένος
ξεσκλαβώνω  (el ) set free ξεσκλάβωσα ξεσκλαβώνομαι ξεσκλαβώθηκα ξεσκλαβωμένος
ξεσκολίζω  (el ) be qualified/experienced ξεσκόλισα ξεσκολισμένος
ξεσκονίζω  (el ) dust, brush up ξεσκόνισα ξεσκονίζομαι ξεσκονίστηκα ξεσκονισμένος
ξεσκοτίζω  (el ) cheer up; clear the mind pass ξεσκότισα ξεσκοτίζομαι ξεσκοτίστηκα ξεσκοτισμένος
ξεσκουντώ  (el ), ➤ σκουντώ nudge, jog
ξεσκουριάζω  (el ) scrape off, rub down ξεσκούριασα ξεσκουριάζομαι ξεσκουριάστηκα ξεσκουριασμένος
ξεσκουφώνω  (el ) raise/remove hat ξεσκουφώνομαι
(ξεσκώ (el ), ξεσκάω, ➤ ξεσκάζω unwind ξέσκασα
ξεσπάζω  (el ), ➤ ξεσπώ burst into ξέσπασα
ξεσπαθώνω  (el ) draw/unsheath sword, lash out ξεσπάθωσα ξεσπαθωμένος
ξεσπιτώνω  (el ) evict, make homeless ξεσπίτωσα ξεσπιτώνομαι ξεσπιτώθηκα ξεσπιτωμένος
ξεσποριάζω  (el ) ξεσπόριασα ξεσποριάστηκα ξεσποριασμένος
ξεσπυρίζω  (el ) ξεσπύρισα ξεσπυρίστηκα ξεσπυρισμένος
ξεσπώ  (el ), ξεσπάω, ➤ ξεσπάζω break out, let go ξέσπασα
ξεσταχυάζω  (el ), ξεσταχιάζω form an ear (grain crop) ξεστάχυασα ξεσταχυασμένος
ξεστηθώνω  (el ) bare the chest ξεστήθωσα ξεστηθώνομαι ξεστηθώθηκα ξεστηθωμένος
ξεστολίζω  (el )
ξεστομίζω  (el ) utter, come out with ξεστόμισα ξεστομίζομαι ξεστομίστηκα ξεστομισμένος
ξεστουπώνω  (el ) unplug, unbung ξεστούπωσα ξεστουπώνομαι ξεστουπώθηκα ξεστουπωμένος
ξεστραβώνω  (el ) straighten out ξεστράβωσα ξεστραβώνομαι ξεστραβώθηκα ξεστραβωμένος
ξεστρατίζω  (el ) go astray ξεστράτισα ξεστρατισμένος
ξεστρώνω  (el ) strip off, unmake (bed, road, etc) ξέστρωσα ξεστρώνομαι ξεστρώθηκα ξεστρωμένος
ξεσυνερίζομαι  (el ) be angry with ξεσυνερίζομαι ξεσυνερίστηκα
ξεσυνηθίζω  (el ) become unaccustomed, wean off ξεσυνήθισα ξεσυνηθισμένος
ξεσυννεφιάζω  (el ) clear (sky), (mind) ξεσυννέφιασα
ξεσυνορίζομαι  (el ) ξεσυνορίζομαι
ξεσύρω  (el )
ξεσφίγγω  (el ) ease off, loosen (grip) ξέσφιξα ξεσφίγγομαι ξεσφίχθηκα ξεσφιγμένος
ξεσφραγίζω  (el ) unseal
ξεσχίζω  (el ), ➤ ξεσκίζω tear up ξεσχίζομαι
ξετάζω  (el ), ➤ εξετάζω investigate
ξετελεύω  (el ) ξετέλεψα ξετελεμένος
ξετεντώνω  (el ) slacken ξετέντωσα ξετεντώθηκα ξετεντωμένος
ξεταπώνω  (el )
ξετελεύω  (el ) finish off, work ξετέλεψα
ξετεντώνω  (el ) ξετέντωσα ξετεντώνομαι ξετεντώθηκα ξετεντωμένος
ξετιμώ  (el ), ➤ αποτιμώ quantify ξετίμησα
ξετινάζω  (el ) shakeout, shakeup ξετίναξα ξετινάζομαι ξετινάχτηκα ξετιναγμένος
ξετρελαίνω  (el ), ξετρελλαίνω drive mad, be infatuated pass ξετρέλανα, ξετρέλλανα ξετρελαίνομαι, ξετρελλαίνομαι ξετρελάθηκα, ξετρελλάθηκα ξετρελαμένος, ξετρελλαμένος
ξετρυπάω  (el )
ξετρυπώνω  (el ) drive out ξετρύπωσα ξετρυπώνομαι ξετρυπώθηκα ξετρυπωμένος
ξετσιπώνομαι  (el ) brazen, be shameless ξετσιπώνομαι ξετσιπώθηκα ξετσιπωμένος
ξετυλίγω  (el ) unroll, unwind, unfold pass ξετύλιξα ξετυλίγομαι ξετυλίχτηκα ξετυλιγμένος
ξεύρω  (el ) , ➤ ξέρω know ήξευρα
ξευτελίζω  (el ), ➤ εξευτελίζω humiliate
ξευτιλίζω  (el ), (ξεφτιλίζω) humble ξευτίλισα ξευτιλίζομαι ξευτιλίστηκα ξευτιλισμένος
ξεϋφαίνω  (el )
ξεφανερώνω  (el ) reveal, confess ξεφανέρωσα ξεφανερώθηκα ξεφανερωμένος
ξεφαντώνω  (el ) merrymake, whoop it up ξεφάντωσα
ξεφεύγω  (el ) slip away, shake off ξέφυγα
ξεφιτιλίζω  (el )
ξεφιτιλώ  (el )
ξεφλουδίζω  (el ) debark (tree), peel ξεφλούδισα ξεφλουδίζομαι ξεφλουδίστηκα ξεφλουδισμένος
ξεφορμάρω  (el ) remove from mould, deform ξεφόρμαρα, ξεφορμάρισα ξεφορμάρομαι ξεφορμαρίστηκα ξεφορμαρισμένος
ξεφορτώνω  (el ) unload, dispose of pass ξεφόρτωσα ξεφορτώνομαι ξεφορτώθηκα ξεφορτωμένος
ξεφουρνίζω  (el ) remove from oven, blurt out ξεφούρνισα, (ξεφούρνησα ξεφουρνίζομαι ξεφουρνίστηκα ξεφουρνισμένος
ξεφουσκώνω  (el ) puncture, deflate ξεφούσκωσα ξεφουσκώνομαι ξεφουσκώθηκα ξεφουσκωμένος
ξεφράζω  (el ) remove (fence, wall, etc) ξέφραξα ξεφράζομαι ξεφράχτηκα ξεφραγμένος
ξεφτελίζω  (el ) ξεφτελίζομαι
ξεφτίζω  (el ), ξεφτώ, ➤ ξεφτύζω fray, ravel ξέφτισα ξεφτισμένος
ξεφτιλίζω  (el ) , ➤ εξευτελίζω humiliate ξεφτίλισα ξεφτιλίζομαι ξεφτιλίστηκα ξεφτιλισμένος
ξεφτύζω  (el ), ➤ ξεφτίζω
ξεφτώ  (el ), ➤ ξεφτίζω
ξεφυλλίζω  (el ) strip (leaves, pages, petals, etc) ξεφύλλισα ξεφυλλίστηκα ξεφυλλισμένος
ξεφυσώ  (el ) huff, puff, pant, chug ξεφύσηξα, ξεφύσησα
ξεφυτρώνω  (el ) sprout, crop up ξεφύτρωσα
ξεφωνίζω  (el ) shout, scream ξεφώνισα
ξεφωνώ  (el ) express (loudly) ξεφώνησα ξεφωνημένος
ξεχάνω  (el ), ➤ ξεχνώ
ξεχαρβαλώνω  (el ) disrupt, disorganise ξεχαρβάλωσα ξεχαρβαλώνομαι ξεχαρβαλώθηκα ξεχαρβαλωμένος
ξεχαρμανιάζω  (el ) ξεχαρμάωιασα
ξεχέζω  (el ) ξέχεσα ξεχέζομαι κεχέστηκα ξεχεσμένος
ξεχειλίζω]], ξεχειλώ overflow, fill to brim ξεχείλισα ξεχειλισμένος
ξεχειλώνω  (el ) lose shape ξεχείλωσα ξεχειλώνομαι ξεχειλώθηκα ξεχειλωμένος
bξεχειμάζω  (el ) ξεχείμασα
bξεχειμωνιάζω  (el ) overwinter ξεχειμώνιασα ξεχειμωνιάστηκα
ξεχειριάζω  (el )
ξεχειρίζω  (el )
ξεχεριάζω  (el ) ξεχεριάζομαι ξεχεριάστηκα
ξεχερσώνω  (el ) clear ξεχέρσωσα ξεχερσώθηκα ξεχερσωμένος
ξεχνώ  (el ), ξεχνάω forget, lose oneself ξέχασα ξεχνιέμαι ξεχάστηκα ξεχασμένος
ξεχολιάζω  (el ) ξεχόλιασα ξεχολιασμένος
ξεχοντρίζω  (el )
ξεχορταριάζω  (el ) weed, weed out ξεχορτάριασα ξεχορταριασμένος
ξεχτενίζω  (el ) ξεχτένισα ξεχτενίζομαι ξεχτενίστηκα ξεχτενισμένος
ξεχρεώνω  (el ) settle debt ξεχρέωσα ξεχρεώνομαι ξεχρεώθηκα ξεχρεωμένος
gush out, surge ξεχύνομαι  (el ) ξεχύθηκα ξεχυμένος
ξεχύνω  (el ) § ξεχύσα
ξεχωνιάζω  (el ) dig up ξεχώνιασα ξεχωνιάστηκα ξεχωνιασμένος
ξεχώνω  (el ) dig up ξέχωσα ξεχώνομαι ξεχώθηκα, ξεχώστηκα § ξεχωμένος
ξεχωρίζω  (el ) single out, pick out ξεχώρισα ξεχωρίζομαι ξεχωρίστηκα ξεχωρισμένος
ξεψαρώνω  (el ) ξεψάρωσα ξεψαρωμένος
ξεψαχνίζω  (el ) scrutinise ξεψάχνισα ξεψαχνίζομαι ξεψαχνίστηκα ξεψαχνισμένος
ξεψειριάζω  (el ) delouse ξεψείριασα ξεψειριάζομαι ξεψειριάστηκα ξεψειριασμένος
ξεψειρίζω  (el ) delouse ξεψείρισα ξεψειρίζομαι ξεψειρίστηκα ξεψειρισμένος
ξεψυχώ  (el ), ξεψυχάω die ξεψύχησα ξεψυχισμένος
ξέω  (el ), ➤ ξύνω, ξύω
ξηγιέμαι  (el ) ξηγήθηκα ξηγμένος
ξηγώ  (el ), ➤ εξηγώ
ξηλώνω  (el ), ➤ ξυλώνω unstitch, come apart pass ξήλωσα ξηλώνομαι ξηλώθηκα ξηλωμένος
ξημαρίζω  (el )
waste/spend a day ξημεροβραδιάζομαι  (el ) ξημεροβραδιάστηκα
ξημερώνω  (el ) stay up, be late pass ξημέρωσα ξημερώνομαι ξημερώθηκα ξημερωμένος
ξηραίνω  (el ), ➤ ξεραίνω dry up, dry ξήρανα ξηραμμένος
ξιδιάζω  (el ) pickle, turn to vinegar ξίδιασα ξιδιασμένος
ξινίζω  (el ) turn sour ξίνισα ξινίζομαι ξινίστηκα ξινισμένος
ξινοφέρνω  (el ) turn slightly sour ξινόφερα
ξιπάζω  (el ) §, ➤ ξύπαζω conceite, lord it ξίπασα ξιπάζομαι ξιπάστηκα ξιπασμένος
ξιπολιέμαι  (el ), ➤ ξυπολιέμαι
ξιφομαχώ  (el ) fight with sword, fence ξιφομάχησα
ξιφουλκώ  (el ) draw sword ξιφούλκησα
ξοδεύω  (el ), ➤ εξοδεύω spend, consume, use ξόδεψα ξοδεύομαι ξοδεύτηκα ξοδευμένος, ξοδεμένος
ξοδιάζω  (el ), (ξοδεύω) spend ξόδιασα ξοδιάζομαι ξοδιάστηκα ξοδιασμένος
ξολοθρεύω  (el ), ➤ εξολοθρεύω destroy, exterminate
ξομολογώ  (el ) , ➤ εξομολογώ confess, exorcise ξομολόγησα ξομολογιέμαι ξομολογήθηκα ξομολογημένος
ξομπλιάζω  (el ) ξόμπλιασα ξομπλιάστηκα ξομπλιασμένος
ξορκίζω  (el ), ➤ εξορκίζω exorcise ξόρκισα ξορκίζομαι ξορκίστηκα ξορκισμένος
ξουρίζω  (el ) §, ➤ ξυρίζω ξούρισα
ξουραφίζω  (el ) , ➤ [[ξυρίζω}}, ➤ ξυραφίζω
ξοφλώ  (el ), ξοφλάω, ➤ εξοφλώ pay, repay, finish ξόφλησα ξοφλιέμαι ξοφλήθηκα ξοφλημένος
ξυλεύομαι  (el ) fell, cut down (timber) ξυλεύομαι ξυλεύτηκα
ξυλιάζω  (el ) stiffen with cold, numb ξύλιασα ξυλιασμένος
ξυλίζω  (el ) beat ξύλισα ξυλίστηκα ξυλισμένος
ξυλογραφώ  (el ) ξυλογράφησα ξυλογραφούμαι ξυλογραφήθηκα ξυλογραφημένος
ξυλοκοπώ  (el ), ξυλοκοπάω thrash ξυλοκόπησα ξυλοκοπούμαι, ξυλοκοπιέμαι ξυλοκοπήθηκα ξυλοκοπημένος
ξυλουργώ  (el )
ξυλοφορτώνω  (el ) thrash, beat up ξυλοφόρτωσα ξυλοφορτώνομαι ξυλοφορτώθηκα ξυλοφορτωμένος
ξυλώνω  (el ), ➤ ξηλώνω
ξύνω  (el ) έξυσα ξύνομαι ξύθηκα, ξύστηκα ξυμένος, ξυσμένος
ξυπάζω  (el ), ➤ ξιπάζω §, ➤ εξυπάζω ξύπασα ξυπάζομαι ξυπάστηκα ξυπασμένος
ξυπνώ  (el ), ξυπνάω, ➤ εξυπάζω wakeup, awaken ξύπνησα
ξυπολιέμαι  (el ) take off shoes ξυπολιέμαι, ξυπολυέμαι ξυπολύθηκα, ξυπολήθηκα ξυπολυμένος
bξυραφίζω  (el ), ➤ ξουραφίζω ξυράφισα ξυραφίζομαι ξυραφίστηκα ξυραφισμένος
ξυρίζω  (el ), ➤ ξουρίζω shave; blow bitterly (wind) ξύρισα ξυρίζομαι ξυρίστηκα ξυρισμένος
ξυστρίζω  (el ) groom, currycomb ξύστρισα ξυστρισμένος
ξωμένω  (el ) ξώμεινα

Sources

edit
  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: