• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
καταβαίνω  (el )
καταβάλλω  (el ) overpower κατέβαλα καταβάλλομαι καταβλήθηκα καταβλημένος, καταβεβλημένος
καταβαραθρώνω  (el ) be somebody's undoing καταβαράθρωσα καταβαραθρώνομαι καταβαραθρώθηκα καταβαραθρωμένος
καταβασανίζω  (el ) torture καταβασάνισα καταβασανίζomai
καταβιβάζω  (el ) καταβίβασα καταβιβάζομαι καταβιβάστηκα καταβιβασμένος
καταβιβρώσκω  (el )
καταβοδώνω  (el ), ➤ κατευοδώνω
καταβολεύω  (el ), καταβολιάζω layer
καταβολίζω  (el )
καταβρέχω  (el ) spray, sprinkle κατάβρεξα καταβρέχομαι καταβράχηκα, καταβρέχτηκα καταβρεγμένος
καταβρομίζω  (el )
καταβροχθίζω  (el ) engulf καταβρόχθισα καταβροχθίζομαι καταβροχθίστηκα καταβροχθισμένος
καταβυθίζω  (el ) scuttle, sink (boat) καταβύθισα καταβυθίζομαι καταβυθίστηκα καταβυθισμένος
καταγγέλλω  (el ) accuse, complain about κατήγγειλα, κατάγγειλα καταγγέλλομαι καταγγέλθηκα καταγγελμένος
καταγελώ  (el ) καταγέλασα καταγελώμαι καταγελάστηκα καταγελασμένος
καταγεμίζω  (el ) fill to the brim κατάγεμισα
καταγιγνώσκω  (el )
καταγίνομαι  (el )
καταγλαΐζω  (el )
καταγοητεύω  (el ) charm καταγοήτευσα καταγοητεύτηκα καταγοητευμένος
originate, from κατάγομαι  (el )
καταγράφω  (el ) register κατέγραψα καταγράφομαι καταγράφηκα, κατεγράφην § καταγραμμένος
καταγυμνώνω  (el ) strip, naked
κατάγω  (el ) be victorious κατήγαγα
καταδαμάζω  (el ) καταδάμασα καταδαμάζομαι καταδαμάστηκα καταδαμασμένος
καταδαπανώ  (el ) squander καταδαπάνησα καταδαπανήθηκα καταδαπανημένος
καταδεικνύω  (el ), καταδείχνω demonstrate, prove κατέδειξα καταδεικνύομαι καταδείχθηκα, κατεδείχθην § καταδεδειγμένος
condescend καταδέχομαι  (el ) καταδέχτηκα, καταδέχθηκα
καταδημαγωγώ  (el )
καταδίδω  (el ), καταδίνω betray, denounce κατέδωσα, κατάδωσα καταδίδομαι, καταδίνομαι καταδόθηκα
καταδικάζω  (el ) condemn καταδίκασα καταδικάζομαι καταδικάστηκα καταδικασμένος
καταδίνω  (el ), ➤ καταδίδω betray, denounce καταδίδομαι, καταδίνομαι
καταδιώκω  (el ) chase, run after καταδίωξα καταδιώκομαι καταδιώχτηκα, καταδιώχθηκα § καταδιωγμένος
swindle καταδολιεύομαι  (el ) καταδολιεύτηκα καταδολιευμένος
καταδυναστεύω  (el ) tyrannise καταδυνάστευσα καταδυναστεύομαι καταδυναστεύτηκα καταδυναστευμένος
dive καταδύομαι  (el ) καταδύθηκα
καταζητώ  (el ) seek, want καταζήτησα καταζητούμαι καταζητήθηκα
καταθέτω  (el ) testify, register, present κατέθεσα κατατίθεμαι κατατέθηκα καταθεμένος, κατατεθειμένος
καταθλίβω  (el ) oppress κατέθλιψα καταθλίβομαι καταθλιμμένος
καταθορυβώ  (el ) row, make a noise καταθορύβησα καταθορυβήθηκα καταθορυβημένος
καταϊδρώνω  (el ) sweat καταΐδρωσα καταϊδρωμένος
καταισχύνω  (el ) καταίσχυνα καταισχύνθηκα
κατακάθημαι  (el ), ➤ κατακάθομαι
κατακαθίζω  (el ), ➤ κατακάθομαι
settle (dregs etc) κατακάθισα κατακάθομαι  (el ), κατακάθημαι
κατακαίω  (el ), κατακαίγω burn, burn up κατάκαψα, κατέκαψα κατακαίομαι, κατακαίγομαι κατακάηκα κατακαημένος, κατακαμένος
κατάκειμαι  (el )
κατακεραυνώνω  (el ) wither, fulminate κατακεραύνωσα κατακεραυνώνομαι κατακεραυνώθηκα κατακεραυνωμένος
κατακερματίζω  (el ) cut into pieces, cut up κατακερμάτισα κατακερματίζομαι κατακερματίστηκα κατακερματισμένος
κατακιτρινίζω  (el ) (turn) yellow κατακιτρίνισα κατακιτρινισμένος
κατακλέβω  (el ) steal κατάκλεψα, κατέκλεψα
κατακλείνω  (el ) κατάκλεισα κατακλεισμένος
κατακλίνομαι  (el ) κατακλίθηκα κατακλιμένος
κατακλύζω  (el ) inundate κατάκλυσα κατακλύζομαι κατακλύστηκα, κατακλύσθηκα § κατακλυσμένος
κατακόβω  (el ) chop up, chop into pieces κατέκοψα κατακόβομαι κατακόπηκα, κατακόφτηκα κατακομμένος
κατακοκκινίζω  (el ) blush, redden κατακοκκίνισα
κατακομματιάζω  (el ) shred, chop up κατακομματιάζομαι
κατακόπτω  (el ) chop up
(κατακοτώνω (el )
κατακουράζω  (el ) exhaust κατακούρασα κατακουράζομαι κατακουράστηκα κατακουρασμένος
κατακουρελιάζω  (el ) κατακουρέλιασα κατακουρελιάζομαι κατακουρελιάστηκα κατακουρελιασμένος
κατακρατώ  (el ) withhold, arrest κατακράτησα κατακρατούμαι κατακρατήθηκα κατακρατημένος
κατακραυγάζω  (el )
κατακρεουργώ  (el ), ➤ κρεουργώ chop up, chop into pieces κατακρεούργησα κατακρεουργούμαι κατακρεουργήθηκα κατακρεουργημένος
κατακρημνίζω  (el ) push/pull down, precipitate κατακρήμνισα κατακρημνίζομαι κατακρημνίστηκα κατακρημνισμένος
κατακρίνω  (el ) disapprove κατέκρινα κατακρίνομαι κατακρίθηκα
κατακτώ  (el ), κατακτάω, καταχτώ conquer κατάκτησα, κατάχτησα κατακτιέμαι, κατακτώμαι, καταχτιέμαι κατακτήθηκα, καταχτήθηκα κατακτημένος, καταχτημένος
κατακυριεύω  (el ) own, control κατακυρίευσα κατακυριεύομαι κατακυριεύτηκα κατακυριευμένος
κατακυρώνω  (el ) knock down (auction), award κατακύρωσα κατακυρώνομαι κατακυρώθηκα κατακυρωμένος
καταλαβαίνω  (el ) understand κατάλαβα καταλαβαινόμαστε (plural only)
καταλαγιάζω  (el ) simmer down καταλάγιασα καταλαγιασμένος
καταλαλώ  (el ) slander καταλάλησα
καταλαβαίνω  (el ) understand κατάλαβα
καταλαγιάζω  (el ) settle
καταλαλώ  (el ) § gossip, be spiteful
καταλαμβάνω  (el ) seize κατέλαβα καταλαμβάνομαι καταλήφθηκα κατειλημμένος
καταλάμπω  (el ) shine
καταλασπώνω  (el ) bespatter
καταλέγω  (el ) choose κατέλεξα καταλέχτηκα
καταλείπω  (el ) bequeath, delegate κατέλειψα, κατέλιπα καταλείπομαι
καταλερώνω  (el ) begrime καταλέπωσα καταλερώνομαι καταλεπώθηκα καταλεπωμένος
καταλήγω  (el ), > απολήγω result in, conclude κατέληξα
καταληστεύω  (el ) plunder
καταλιανίζω  (el ) mince
καταλογίζω  (el ) attribute, blame καταλόγισα καταλογίζομαι καταλογίσθηκα, καταλογίστηκα § καταλογισμένος
καταλογογραφώ  (el ) list, record καταλογογράφησα καταλογογραφούμαι καταλογογραφήθηκα καταλογογραφημένος
καταλυπώ  (el ) distress καταλύπησα καταλυπάμαι, καταλυπούμαι καταλυπήθηκα καταλυπημένος
καταλύω  (el ), καταλώ abolish κατέλυσα καταλύθηκα καταλυμένος
καταμαγεύω  (el ) fascinate
καταμαρτυρώ  (el ) accuse καταμαρτύρησα καταμαρτυρούμαι καταμαρτυρήθηκα
καταματώνω  (el ) bleed καταμάτωσα καταματωμένος
καταμαυρίζω  (el ) blacken καταμαύρισα
καταμερίζω  (el ) apportion καταμέρισα καταμερίζομαι καταμερίστηκα καταμερισμένος
καταμετρώ  (el ) measure καταμέτρησα καταμετρούμαι, καταμετριέμαι, καταμετρώμαι καταμετρήθηκα καταμετρημένος
καταμηνύω  (el ) denounce καταμήνυσα καταμηνύομαι καταμηνύθηκα
καταμοσχεύω  (el )
καταναγκάζω  (el ) force κατανάγκασα καταναγκάζομαι καταναγκάστηκα καταναγκασμένος
καταναλίσκω  (el )
καταναλώνω  (el ) use, use up, spend κατανάλωσα καταναλώνομαι καταναλώθηκα καταναλωμένος
καταναυμαχώ  (el ) καταναυμάχησα καταναυμαχούμαι καταναυμαχήθηκα
κατανέμω  (el ) share out κατένειμα κατανέμομαι κατανεμήθηκα κατανεμημένος
κατανεύω  (el ) nod, agree κατένευσα
κατανικώ  (el ) defeat κατανίκησα κατανικώμαι, κατανικιέμαι κατανικήθηκα
κατανοώ  (el ) understand κατανόησα κατανοούμαι κατανοήθηκα
feel ashamed καταντρέπομαι  (el ) καταντράπηκα
καταντροπιάζω  (el ) discredit, humiliate καταντρόπιασα καταντροπιάζομαι καταντροπιάστηκα καταντροπιασμένος
καταντώ  (el ), καταντάω reduce κατάντησα, κατήντησα καταντημένος
καταξηραίνω  (el ), καταξεραίνω dry καταξέρανα, καταξήρανα καταξεραίνομαι καταξεράθηκα καταξεραμένος
καταξεσκίζω  (el ), καταξεσχίζω, κατασπαράζω mangle καταξέσκισα, καταξέσκισα καταξεσκίζομαι, καταξεσχίζομαι καταξεσκίστηκα καταξεσκισμένος, καταξεσχισμένος
καταξιώνω  (el ) καταξίωσα καταξιώνομαι καταξιώθηκα καταξιωμένος
καταξοδεύω  (el ), καταξοδιάζω overspend, squander καταξόδεψα καταξοδεύομαι καταξοδεύτηκα καταξοδεμένος
καταξοδιάζω  (el ) , καταξοδεύω overspend καταξόδιασα καταξοδιάζομαι καταξοδιάστηκα καταξοδιασμένος
καταπατώ  (el ), καταπατάω tramp, trample καταπάτησα καταπατούμαι, καταπατίεμαι, καταπατώμαι καταπατήθηκα καταπατημένος
καταπαύω  (el ), (καταπαύγω) terminate, cancel κατέπαυσα καταπαύομαι καταπαύτηκα καταπαυμένος, καταπαμένος
καταπείθωpar  (el ) § convince κατέπεισα καταπείθομαι καταπείστηκα, καταπείσθηκα
καταπέμπω  (el ) despair
καταπέφτω  (el ), ➤ καταπίπτω collapse κατέπεσα, κατάπεσα καταπεσμένος
take on, undertake καταπιάνομαι  (el ) καταπιάστηκα
καταπιέζω  (el ) tyrannise, oppress καταπίεσα καταπιέστηκα καταπιεσμένος
καταπικραίνω  (el ) distress καταπίκρανα καταπικραίνομαι καταπικράθηκα καταπικραμένος
καταπίνω  (el ) swallow, engulf κατάπια καταπίνομαι καταπιωμένος
καταπίπτω  (el ), καταπέφτω collapse κατέπεσα, κατάπεσα καταπεσμένος
καταπλακώνω  (el ) crush καταπλάκωσα καταπλακώνομαι καταπλακώθηκα καταπλακωμένος
καταπλέω  (el ) sail in κατέπλευσα
καταπληγώνω  (el ) injure καταπλήγωσα καταπληγώνομαι καταπληγώθηκα καταπληγωμένος
καταπλημμυρίζω  (el ), καταπλημμυρώ swamp, flood καταπλημμύρισα καταπλημμυρισμένος
καταπλήσσω  (el ), καταπλήττω amaze, stagger κατέπληξα καταπλήσσομαι
sail καταπλύνομαι  (el )
καταπνίγω  (el ) suppress, smother κατέπνιξα καταπνίγομαι καταπνίγηκα
καταπολεμώ  (el ), καταπολεμάω oppose καταπολέμησα καταπολεμώμαι, καταπολεμούμαι, καταπολεμιέμαι καταπολεμήθηκα
καταποντίζω  (el ) sink καταπόντισα καταποντίζομαι καταποντίστηκα καταποντισμένος
καταπονώ  (el ) weary καταπόνησα καταπονούμαι καταπονήθηκα καταπονημένος
καταπραΰνω  (el ) soothe, appease καταπράυνα καταπραΰνομαι καταπραΰνθηκα
καταπροδίδω  (el ), καταπροδίνω betray καταπροδίδομαι, καταπροδίνομαι
καταπτοώ  (el ) intimidate καταπτόησα καταπτοούμαι καταπτοήθηκα καταπτοημένος
καταργώ  (el ) abolish κατάργησα, κατήργησα καταργούμαι καταργήθηκα καταργημένος
curse καταριέμαι  (el ) καταράστηκα καταραμένος
καταριθμώ  (el ) count, record καταρίθμησα καταριθμούμαι καταριθμήθηκα καταριθμημένος
καταρρακώνω  (el ) dishonour καταρράκωσα καταρρακώνομαι καταρρακώθηκα καταρρακωμένος
καταρρέω  (el ) collapse, break down κατέρρευσα
καταρρίπτω  (el ) bring down κατέρριψα καταρρίπτομαι καταρρίφθηκα
καταρροφώ  (el )
καταρρυπαίνω  (el ) soil καταρρύπανα καταρρυπάνθηκα
καταρτίζω  (el ) organise κατάρτισα, κατήρτισα καταρτίοζμαι καταρτισμένος, κατηρτισμένος
καταρώμαι  (el ), καταρούμαι, ➤ καταριέμαι
κατασβήνω  (el ), κατασβένω put out, put down κατέσβησα, κατέσβεσα κατασβήνομαι κατασβήστηκα κατασβησμένος
κατασημαίνω  (el )
κατασιγάζω  (el ) silence κατασίγασα κατασιγάζομαι κατασιγάστηκα κατασιγασμένος
κατασκάπτω  (el ), κατασκάβω dig deep κατέσκαψα κατασκάπτομαι, κατασκάβομαι κατασκάφθηκα, κατασκάφτηκα § κατασκαμμένος
κατασκευάζω  (el ) make, produce κατασκεύασα κατασκευάζομαι κατασκευάστηκα, κατασκευάσθηκα § κατασκευασμένος
κατασκηνώνω  (el ) pitch, camp κατασκήνωσα κατασκηνωμένος
κατασκιάζω  (el ) shade κατασκίασα
κατασκίζω  (el ), ➤ κατασχίζω tear, tear off κατάσκισα κατασκίζομαι κατασκισμένος
κατασκονίζω  (el ) dust κατασκόνισα κατασκονίζομαι κατασκονίστηκα κατασκονισμένος
κατασκοπεύω  (el ) spy, on κατασκόπευσα κατασκοπεύομαι κατασκοπεύτηκα κατασκοπευμένος
κατασκορπίζω  (el ) scatter κατασκόρπισα κατασκορπίζομαι κατασκορπίστηκα κατασκορπισμένος
κατασκοτώνω  (el ) give someone a hiding κατασκότωσα κατασκοτώνομαι κατασκοτώθηκα κατασκοτωμένος
κατασπαράζω  (el ), κατασπαράσσω, ➤ καταξεσκίζω chop up κατασπάραξα κατασπαράζομαι, άσσομαι κατασπαράχτηκα, κατασπαράχθηκα § κατασπαραγμένος
κατασπαταλώ  (el ) waste κατασπατάλησα κατασπαταλήθηκα κατασπαταλημένος
κατασπιλώνω  (el ) smear κατασπίλωσα κατασπιλώθηκα κατασπιλωμένος
κατασταίνω  (el ) κατέστησα καταστάθηκα καταστημένος, καταστεμένος
κατασταλάζω  (el ) settle, clear καταστάλαξα κατασταλαγμένος
καταστέλλω  (el ) stifle κατέστειλα, κατάστειλα καταστέλλομαι καταστάλθηκα κατεσταλμένος
καταστενοχωρώ  (el ), καταστεναχωρώ distress καταστενοχώρησα καταστενοχωριέμαι, καταστενοχωρούμαι καταστενοχωρήθηκα καταστενοχωρημένος
καταστερίζω  (el ) destroy
καταστίζω  (el ) spot, stigmatise κατέστιξα κατεστιγμένος
καταστρατηγώ  (el ) violate, transgress καταστρατήγησα καταστρατηγούμαι καταστρατηγήθηκα καταστρατηγημένος
καταστρέφω  (el ) destroy, devastate κατέστρεψα, κατάστρεψα καταστρέφομαι καταστράφηκα κατεστραμμένος, καταστραμμένος
καταστροφολογώ  (el ) predict, disaster
καταστρώνω  (el ) draw, plan, map κατέστρωσα, κατάστρωσα καταστρώνομαι καταστρώθηκα καταστρωμένος
κατασυγκινώ  (el ) move, emotionally
κατασυκοφαντώ  (el ) slander κατασυκοφάντησα
κατασυντρίβω  (el ) shatter κατασύντριψα κατασυντρίβομαι κατασυντρίφτηκα κατασυντριμμένος
κατασφαγιάζω  (el ), κατασφάζω slaughter, butcher κατασφαγίασα
κατασφάζω  (el ), κατασφαγιάζω slaughter, butcher κατέσφαξα κατασφάζομαι κατασφάχτηκα κατασφαγμένος
κατασχάζω  (el ) tear, open
κατάσχω  (el ) confiscate (legal) κατάσχεσα, κατέσχεσα κατάσχομαι κατασχέθηκα κατασχεμένος
κατασωτεύω  (el ) squander
καταταλαιπωρώ  (el ) harass καταταλαιπωρούμαι καταταλαιπωρημένος
καταταράζω  (el ), καταταράσσω § shock, upset καταταράζομαι καταταραγμένος
καταταράσσω  (el ) §, ➤ καταταράζω
κατατάσσω  (el ) classify, grade κατέταξα κατατάσσομαι κατατάχθηκα, κατατάχτηκα § καταταγμένος
κατατείνω  (el ) aim to, intend to κατέτεινα, κατάτεινα
κατατεμαχίζω  (el ) cut up κατατεμάχισα κατατεμαχίζομαι κατατεμαχίστηκα κατατεμαχισμένος
κατατέμνω  (el ) cut up (into small pieces) κατέτμησα, κατάτμησα, κατέταμα κατατέμνομαι κατατμήθηκα κατατετμημένος
κατατίθεμαι  (el ) ➤ καταθέτω
κατατμήσω  (el ) ➤ κατατέμνω
κατατοπίζω  (el ) brief, inform κατατόπισα κατατοπίζομαι κατατοπίστηκα κατατοπισμένος
κατατραυματίζω  (el ) injure κατατραυμάτισα κατατραυματίζομαι κατατραυματίστηκα κατατραυματισμένος
κατατρέχω  (el ) victimise, persecute κατάτρεξα κατατρέχομαι κατατρεγμένος
κατατρίβω  (el ) grind, mill, wear away κατέτριψα κατατρίβομαι κατατρίφθηκα, κατατρίφτηκα § κατατετριμμένος, κατατριμμένος
κατατρομάζω  (el ) scare, startle κατατρόμαξα κατατρομαγμένος
κατατρομοκρατώ  (el ) terrorise
κατατροπώνω  (el ) crush, defeat κατατρόπωσα κατατροπώνομαι κατατροπώθηκα κατατροπωμένος
κατατρυπώ  (el ) prick, perforate κατατρύπησα
κατατρύχω  (el ) afraid (of unemployment) κατατρύχομαι
κατατρώγω  (el ), κατατρώω squander κατάφαγα καταφαγωμένος
κατατσακίζω  (el ) cut into many pieces κατατσάκισα κατατσακίζομαι κατατσακίστηκα κατατσακισμένος
κατατυραννώ  (el ), κατατυραννάω torment, tyrannise κατατυράννησα κατατυραννιέμαι κατατυραννήθηκα κατατυραννημένος, κατατυραννισμένος
καταυγάζω  (el ) light up, shine καταύγασα
encamp, bivouac (military) καταυλίζομαι καταυλίστηκα καταυλισμένος
καταϋποχρεώνω  (el ), καθυποχρεώνω be obliged καταϋποχρέωσα καταϋποχρεώνομαι καταϋποχρεώθηκα καταϋποχρεωμένος
become evident καταφαίνομαι  (el ) καταφάνηκα
καταφάσκω  (el ) confirm, accept
καταφέρνω  (el ) manage, achieve κατάφερα
καταφέρω  (el ) accomplish, inflict; inflict a blow pass κατάφερα καταφέρομαι καταφέρθηκα
καταφεύγω  (el ) shelter κατέφυγα
καταφθάνω  (el ), ➤ καταφτάνω arrive, catch, up κατέφθασα
καταφορτώνω  (el ) overload; download Ø (IT) καταφόρτωσα
καταφρονώ  (el ), ➤ περιφρονώ despise, scorn καταφρόνησα, καταφρόνεσα καταφρονούμαι, καταφρονιέμαι καταφρονήθηκα καταφρονημένος, καταφρονεμένος
καταφτάνω  (el ), ➤ καταφθάνω arrive κατέφτασα
delight καταχαίρομαι  (el ) καταχάρηκα
καταχέζω  (el ) κατάχεσα καταχέζομαι καταχέστηκα καταχεσμένος
καταχειροκροτώ  (el )
καταχερίζω  (el ), καταχεριάζω slap, clap καταχέρισα καταχερίζομαι καταχερίστηκα καταχερισμένος
καταχρεώνω  (el ) getinτο debt; deep in debt pass καταχρεώνομαι
καταχτώ  (el ) ➤ κατακτώ
καταχωνιάζω  (el ) hide, hoard καταχώνιασα καταχωνιάζομαι καταχωνιάστηκα καταχωνιασμένος
καταχώνω  (el ) bury κατάχωσα καταχώνομαι
καταχωρίζω  (el ), καταχωρώ record, register καταχώρισα καταχωρίζομαι καταχωρίσθηκα, καταχωρίστηκα § καταχωρισμένος
καταψηφίζω  (el ) oppose, vote out καταψήφισα καταψηφίζομαι καταψηφίστηκα, καταψηφίσθηκα § καταψηφισμένος
καταψύχω  (el ) freeze κατέψυξα κατεψύχομαι καταψύχθηκα κατεψυγμένος
κατεβάζω  (el ) pull/take/bring down κατέβασα κατεβάζομαι κατεβάστηκα κατεβασμένος
κατεβαίνω  (el ) descend, go down κατέβηκα κατεβασμένος
κατεδαφίζω  (el ) demolish κατεδάφισα κατεδαφίζομαι κατεδαφίσθηκα, κατεδαφίστηκα § κατεδαφισμένος
κατειρωνεύομαι  (el )
κατενθουσιάζω  (el ) enthuse, rouse
κατεπείγω  (el ) κατεπείγομαι
fashion, work κατεργάζομαι  (el ) κατεργάτηκα, κατεργάθηκα § κατεργασμένος
κατερειπώνω  (el ) crumble pass κατερειπώνομαι
descend, go down, come down κατέρχομαι  (el ) κατήλθα
κατευδώνω  (el )
κατευθύνω  (el ) guide, govern κατεύθυνα, κατηύθυνα § κατευθύνομαι κατευθύνθηκα
κατευνάζω  (el ) appease, placate κατεύνασα κατευνάζομαι κατευνάστηκα, κατευνάσθηκα § κατευνασμένος
κατευοδώνω  (el )
κατέχω  (el ) κατέχομαι
κατηγοριοποιώ  (el ) κατηγοριοποιούμαι
κατηγορώ  (el ) accuse κατηγόρησα κατηγορούμαι κατηγορήθηκα
κατηφορίζω  (el )
κατηχώ  (el )
κατινίζω  (el )
κατισχύω  (el )
κατοικίζω  (el )
κατοικοεδρεύω  (el )
κατοικώ  (el ) live κατοίκησα κατοικούμαι κατοικήθηκα
κατολισθαίνω  (el )
κατολοφύρομαι  (el )
κατονομάζω  (el )
κατοπτεύω  (el )
κατοπτρίζω  (el )
κατορθώνω  (el ) achieve κατόρθωσα κατορθώθηκα
κατοστίζω  (el ), ➤ εκατοστίζω reach a hundred years κατόστισα
κατουρώ  (el ), κατουράω piss, pee; (figuratively) scorn, piss on κατούρησα κατουριέμαι κατουρήθηκα κατουρημένος
κατοχυρώνω  (el ) consolidate, strengthen κατοχύρωσα κατοχυρώνομαι κατοχυρώθηκα κατοχυρωμένος
κατρακυλώ  (el ), κατρακυλάω fall, tumble κατρακύλησα
κατραμώνω  (el ) tar κατράμωσα κατραμώνομαι κατραμώθηκα κατραμωμένος
κατραπακιάζω  (el ) hit, clout κατραπάκιασα
κατραπακώνω  (el ) hit, clout
κατσαβιδώνω  (el ) screw, screw in/on
κατσαδιάζω  (el ) scold, berate κατσάδιασα
κατσαρώνω  (el ) crimp, curl κατσάρωσα κατσαρώνομαι κατσαρώθηκα κατσαρωμένος
κατσιάζω  (el ) , (γατσιάζω) moult, weaken (especially cats) κάτσιασα, γάτσιασα κατσιασμένος, γατσιασμένος
be stubborn κατσικώνομαι  (el ) κατσικώθηκα κατσικωμένος
κατσιποδιάζω  (el ) κατσιπόδιασα
κατσουφιάζω  (el ) sulk, glower κατσούφιασα κατσουφιασμένος

Sources edit

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: