• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
αποβαίνω  (el ) § conclude, prove απέβην, απέβαινα imp
αποβάλλω  (el ) expel, vomit απέβαλα αποβάλλομαι αποβλήθηκα αποβεβλημένος
αποβαρβαρώνω  (el ) barbarise αποβαρβάρωσα αποβαρβαρώνομαι αποβαρβαρώθηκα αποβαρβαρωμένος
αποβιομηχανίζω  (el ) deindustrialise αποβιομηχάνισα αποβιομηχανίζομαι αποβιομηχανίστηκα αποβιομηχανισμένος
αποβιβάζω  (el ) land (ashore) αποβίβασα αποβιβάζομαι αποβιβάστηκα αποβιβασμένος
αποβιώνω  (el ), αποβιώ § die, depart (this life) απεβίωσα
αποβλακώνω  (el ) stupefy αποβλάκωσα αποβλακώνομαι αποβλακώθηκα αποβλακωμένος
αποβλέπω  (el ) aspire απέβλεψα
αποβουτυρώνω  (el ) cream off, skim αποβουτύρωσα αποβουτυρώνομαι
αποβράζω  (el ) finish boiling αποέβρασα αποβρασμένος
απογαλακτίζω  (el ), αποκόβω wean απογαλάκτισα απογαλακτίζομαι απογαλακτίστηκα απογαλακτιζμένος
απογειώνω  (el ) take off απογείωσα απογειώνομαι απογειώθηκα απογειωμένος
απογεμίζω  (el ) fill up; unload (gun) απογέμισα
απογερνώ  (el ) age απογέρασα
απογέρνω  (el ) lie down απόγειρα
become (finally) απογίνομαι  (el ) απέγινα, απόγινα , απογίνηκα §
απογκρεμίζω  (el ) raze, demolish απογκρέμισα απογκρεμίζομαι
απογοητεύω  (el ) disappoint απογοήτευσα, απογοήτεψα § απογοητεύομαι απογοητεύτηκα, απογοητεύθηκα απογοητευμένος
απογραφειοκρατικοποιώ  (el ) remove bureaucracy
απογράφω  (el ) stocktake απέγραψα απογράφομαι απογράφηκα, απογράφτηκα απογραμμενος
απογριφώνω  (el ) decipher απογρίφωσα
απογυμνώνω  (el ) strip off απογύμνωσα απογυμνώνομαι απογυμνώθηκα απογυμνωμένος
απογυρεύω  (el ) seek, look for
αποδασώνω  (el ) deforest αποδασώνομαι
αποδεικνύω  (el ), αποδείχνω prove απέδειξα, απόδειξα αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι αποδείχτηκα, αποδείχθηκα αποδεδειγμένος, αποδειγμένος
? accept sadness αποδεινιάζομαι  (el )
αποδειπνώ  (el )
αποδείχνω  (el ), αποδεικνύω
αποδεκατίζω  (el ) decimate αποδεκάτισα αποδεκατίζομαι αποδεκατίστηκα, αποδεκατίσθηκα αποδεκατισμένος
αποδελτιώνω  (el ) index, list αποδελτίωσα αποδελτιώνομαι αποδελτιώθηκα αποδελτιωμένος
αποδεσμεύω  (el ) release αποδέσμευσα αποδεσμεύομαι αποδεσμεύτηκα, αποδεσμεύθηκα αποδεσμευμένος
accept αποδέχομαι  (el ) αποδέχτηκα, αποδέχθηκα
αποδημώ  (el ) emigrate αποδήμησα
αποδιαβάζω  (el ) finish reading αποδιάβασα
αποδιαλέγω  (el ) select, pick over αποδιάλεξα αποδιαλέγομαι αποδιαλέχτηκα αποδιαλεμένος
αποδιαλύω  (el ) disintegrate, collapse pass αποδιέλυσα αποδιαλύομαι αποδιαλύθηκα αποδιαλυμένος
αποδιαρθρώνω  (el ) disarticulate αποδιάρθρωσα αποδιαρθρώνομαι αποδιαρθρώθηκα αποδιαρθρωμένος
αποδιαφωτίζω  (el ) dawn αποδιαφώτισα
(αποδιδράσκω (el ) escape απέδρασα
αποδίδω  (el ), αποδίνω attribute απέδωσα, απόδωσα, απόδωκα αποδίδομαι αποδόθηκα αποδοσμένος, αποδομένος, αποδεδομένος
αποδιεθνοποιώ  (el ) de-internationalise αποδιεθνοποίησα αποδιεθνοποιούμαι αποδιεθνοποιήθηκα αποδιεθνοποιημένος
(αποδίνω (el ), αποδίδω
αποδιοργανώνω  (el ) disorganise αποδιοργάνωσα αποδιοργανώνομαι αποδιοργανώθηκα αποδιοργανωμένος
αποδιώχνω  (el ), αποδιώκω oust απόδιωξα αποδιώχνομαι αποδιώχτηκα αποδιωγμένος
αποδοκιμάζω  (el ) disapprove of αποδοκίμασα αποδοκιμάζομαι αποδοκιμάστηκα αποδοκιμασμένος
αποδομώ  (el ) deconstruct, destroy αποδόμησα
αποδραματοποιώ  (el ) play down αποδραματοποίησα αποδραματοποιούμαι αποδραματοποιήθηκα αποδραματοποιημένος
αποδρώ  (el ) break out απέδρασα
αποδυναμώνω  (el ) weaken αποδυνάμωσα αποδυναμώνομαι αποδυναμώθηκα αποδυναμωμένος
cast off,throw oneself into αποδύομαι  (el ) αποδύθηκα
αποεθνικοποιώ  (el ) denationalise αποεθνικοποίησα
deskill (αποειδικεύομαι (el ) αποειδικεύτηκα αποειδικεμένος
αποενοποιώ  (el ) deconsolidate αποενοποίησα αποενοποιούμαι
αποεπενδύω  (el ) disinvest αποεπένδυσα
αποεπιταχύνω  (el ) slow down
αποζημιώνω  (el ) compensate αποζημίωσα αποζημιώνομαι αποζημιώθηκα αποζημιωμένος
αποζητώ  (el ), αποζητάω desire αποζήτησα
αποζουρλαίνω  (el ) derange αποζούρλανα
αποζώ  (el ) subsist, get by απόζησα
απόζω  (el ) smell bad
αποθαίνω  (el ), πεθαίνω die απόθανα αποθαμένος
αποθαλασσώνω  (el ) flee; take off (seaplane) αποθαλάσσωσα αποθαλασσώνομαι αποθαλασσώθηκα αποθαλασσωμένος
αποθανατίζω  (el ), απαθανατίζω immortalise
αποθαρρύνω  (el ) discourage αποθάρρυνα αποθαρρύνομαι αποθαρρύνθηκα αποθαρρυμένος
αποθαυμάζω  (el ) marvel, admire αποθαύμασα
αποθεματοποιώ  (el ) stock up αποθεματοποίησα αποθεματοποιούμαι αποθεματοποιήθηκα αποθεματοποιημένος
αποθεραπεύω  (el ) recuperate αποθεράπευσα αποθεραπεύομαι αποθεραπεύτηκα, αποθεραπεύθηκα αποθεραπευμένος
αποθερίζω  (el ) finish reaping αποθέρισα
αποθερμαίνω  (el ) cool down αποθέρμανα αποθερμαίνομαι αποθερμάνθηκα αποθερμασμένος
αποθέτω  (el ) deposit, put down απέθεσα, απόθεσα αποτίθεμαι αποτέθηκα αποτεθειμένος
αποθεώνω  (el ) deify αποθέωσα αποθεώνομαι αποθεώθηκα αποθεωμένος
αποθηκεύω  (el ) store, hoard αποθήκευσα, αποθήκεψα αποθηκεύομαι αποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκα αποθηκευμένος
αποθηλάζω  (el ), αποκόβω wean
αποθηριώνω  (el ) brutalise αποθηρίωσα αποθηριώνομαι αποθηριώθηκα αποθηριωμένος
αποθησαυρίζω  (el ) hoard αποθησαύρισα αποθησαυρίζομαι αποθησαυρίστηκα αποθησαυρισμένος
αποθνήσκω  (el ) die απέθνησκα
αποθορυβοποιώ  (el ) reduce noise αποθορυβοποίησα
αποθρασύνω  (el ), θρασύνω embolden, make cheeky αποθράσυνα αποθρασύνομαι αποθρασύνθηκα
αποθυμώ  (el ), επιθυμώ long for αποθύμησα
αποικίζω  (el ), αποικώ colonise αποικίστηκα αποικίζομαι αποικίστηκα αποικισμένος
αποικοδομώ  (el ) degrade, decompose αποικοδόμησα αποικοδομούμαι αποικοδομήθηκα αποικοδομημένος
αποικώ  (el ), αποικίζω emigrate, colonise αποίκησα αποικούμαι αποικήθηκα
αποκαθαίρω  (el ) expurgate, bowdlerise απεκάθαρα αποκαθαίρομαι
αποκαθηλώνω  (el ) unnail αποκαθήλωσα αποκαθηλώνομαι αποκαθηλώθηκα αποκαθηλωμένος
αποκαθιστώ  (el ), αποκατασταίνω restore αποκατέστησα αποκαθίσταμαι αποκαταστάθηκα αποκατεστημένος, αποκαταστημένος
αποκαίω  (el ), αποκαίγω burn up απέκαψα αποκαίομαι, αποκαίγομαι
αποκαλύπτω  (el ) reveal, disclose αποκάλυψα αποκαλύπτομαι αποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκα αποκαλυμμένος §
αποκαλώ  (el ) name, call αποκάλεσα αποκαλούμαι αποκλήθηκα
αποκάμνω  (el ), αποκάνω fatigue, finish off απόκαμα, απόκανα αποκαμωμένος
αποκάνω  (el ), αποκάμνω
αποκαρδιώνω  (el ) dishearten αποκαρδίωσα αποκαρδιώνομαι αποκαρδιώθηκα αποκαρδιωμένος
αποκαρτερώ  (el ) be discouraged
αποκαρώνω  (el ) make drowsy αποκάρωσα
αποκατασταίνω  (el ), αποκαθιστώ restore (αποκατάστησα) αποκατασταίνομαι
αποκεντρώνω  (el ), αποσυγκεντρώνω decentralise αποκέντρωσα αποκεντρώνομαι αποκεντρώθηκα αποκεντρωμένος
αποκερατώνω  (el ) dehorn αποκεράτωσα
αποκεφαλίζω  (el ) behead αποκεφάλισα αποκεφαλίζομαι αποκεφαλίστηκα αποκεφαλισμένος
αποκηρύσσω  (el ) renounce, denounce αποκήρυξα αποκηρύσσομαι αποκηρύχθηκα, αποκηρύχτηκα αποκηρυγμένος
αποκηρύττω  (el ), αποκηρύσσω, αποκηρύσσω αποκηρύττομαι αποκηρύχθηκα, αποκηρύχτηκα αποκηρυγμένος
αποκηρύχνω  (el ), αποκηρύσσω
αποκλείω  (el ) exclude απέκλεισα, απόκλεισα αποκλείομαι αποκλείστηκα αποκλεισμένος
αποκληρώνω  (el ) disinherit αποκλήρωσα αποκληρώνομαι αποκληρώθηκα αποκληρωμένος
αποκλιμακώνω  (el ) de-escalate αποκλιμάκωσα αποκλιμακώνομαι αποκλιμακώθηκα αποκλιμακωμένος
αποκλίνω  (el ) lean, diverge απέκλινα
αποκόβω  (el ), αποκόπτω wean απόκοψα αποκόβομαι αποκόπηκα αποκομμένος
fall asleep αποκοιμιέμαι  (el ), αποκοιμάμαι, αποκοιμούμαι, αποκοιμώμαι § αποκοιμήθηκα αποκοιμισμένος
αποκοιμίζω  (el ) put to sleep αποκοίμισα αποκοιμίζομαι αποκοιμισμένος
αποκολλώ  (el ) separate αποκόλλησα αποκολλώμαι, αποκολλιέμαι αποκολλήθηκα αποκολλημένος
αποκομίζω  (el ) carry away αποκόμισα, απεκόμισα § αποκομίζομαι αποκομίσθηκα
αποκομματικοποιώ  (el ) isolate from influence (politics) αποκομματικοποιημένος
αποκόπτω  (el ), αποκόβω cut off απέκοψα αποκόπτομαι αποκόπηκα, απεκόπην § αποκομμένος
αποκορυφώνω  (el ) maximise αποκορύφωσα αποκορυφώνομαι αποκορυφώθηκα αποκορυφωμένος
αποκοτώ  (el ), αποκοτάω dare αποκότησα
αποκουμπώ  (el ) rest, rest on αποκούμπησα
αποκουτιαίνω  (el ), αποκουταίνω soften, stupefy αποκούτιανα αποκουτιαίνομαι, αποκουταίνομαι αποκουτιάθηκα, αποκουτάθηκα
αποκουφαίνω  (el ) deafen αποκούφανα αποκουφαίνομαι αποκουφάθηκα
reply αποκραίνομαι  (el ) , αποκρίνομαι
αποκρατικοποιώ  (el ) denationalise αποκρατικοποίησα αποκρατικοποιούμαι αποκρατικοποιήθηκα αποκρατικοποιημένος
αποκρεύω  (el ) fast; prepare to fast
(αποκρίνω (el ) excrete απέκρινα αποκρίνομαι αποκρίθηκα αποκριμένος
reply αποκρίνομαι  (el ), αποκραίνομαι αποκρίθηκα
αποκρούω  (el ) repulse απέκρουσα, απόκρουσα αποκρούομαι αποκρούστηκα, αποκρούσθηκα §
αποκρύβω  (el ), αποκρύπτω conceal, hide απόκρυψα αποκρύβομαι αποκρύφτηκα αποκρυμμένος
αποκρυπτογραφώ  (el ) decode αποκρυπτογράφησα αποκρυπτογραφούμαι αποκρυπτογραφήθηκα αποκρυπτογραφημένος
αποκρύπτω  (el ), αποκρύβω conceal, hide απέκρυψα, απόκρυψα αποκρύπτομαι, αποκρύβομαι αποκρύφθηκα, αποκρύφτηκα αποκρυμμένος
αποκρυσταλλώνω  (el ) crystallise αποκρυστάλλωσα αποκρυσταλλώνομαι αποκρυσταλλώθηκα αποκρυσταλλωμένος
αποκτηνώνω  (el ) brutalise αποκτήνωσα αποκτηνώνομαι αποκτηνώθηκα αποκτηνωμένος
αποκτώ  (el ), αποκτάω, αποχτώ, (αποχτάω) acquire, gain απέκτησα, απόκτησα, απόχτησα αποκτώμαι, αποκτιέμαι §, (αποχτιέμαι) αποκτήθηκα, (αποχτήθηκα) αποκτημένος, (αποχτημένος)
αποκωδικοποιώ  (el ) decode αποκωδικοποίησα αποκωδικοποιούμαιίησα αποκωδικοποιήθηκα αποκωδικοποιημένος
απολαβαίνω  (el ), απολαμβάνω receive, profit απόλαβα
απολαδώνω  (el ) deoil απολάδωσα
απολακτίζω  (el ) kick away απολάκτισα
απολαμβάνω  (el ), απολαύσω, απολαύω, απολαβαίνω gain, hold, enjoy απόλαυσα, απήλαυσα
απολαύσω  (el ), απολαμβάνω
απολαύω  (el ), απολαμβάνω profit, enjoy απήλαυσα
απολείπω  (el ) want, lack απολείπομαι
απολειτουργώ  (el ), απολειτουργάω complete (liturgy) απολειτούργησα
απολεπίζω  (el ) exfoliate, descale απολέπισα απολεπίζομαι απολεπίστηκα απολεπισμένος
απολήγω  (el ), καταλήγω end up, terminate απέληξα, απόληξα
απολησμονώ  (el ), αποξεχνώ forget completely απολησμονιέμαι
απολιθώνω  (el ) fossilise, petrify απολίθωσα απολιθώνομαι απολιθωθηκα απολιθωμένος
απολινώνω  (el ), απολινώ ligate, (suture)
απολιπαίνω  (el ) degrease, defat απολίπανα απολιπαίνομαι απολιπάνθηκα απολιπασμένος
απολιχνίζω  (el ) finish winnowing απολίχνισα
απολλώ  (el ), απολλύω, απολύω destroy απόλεσα, απώλεσα απόλλυμαι
defend yourself (law) απολογούμαι  (el ), απολογιέμαι, απολογιούμαι απολογήθηκα
απολυμαίνω  (el ) sanitise απολύμανα απολυμαίνομαι απολυμάνθηκα απολυμασμένος
απολυτρώνω  (el ) liberate, free απολύτρωσα απολυτρώνομαι απολυτρώθηκα απολυτρωμένος
απολυτοποιώ  (el ) make absolute απολυτοποίησα απολυτοποιούμαι απολυτοποιήθηκα απολυτοποιημένος
απολύω  (el ), απολλώ release απέλυσα, (απόλυσα) απολύομαι απολύθηκα απολυμένος
απολωλαίνω  (el ) derange απολώλανα απολωλαίνομαι απολωλάθηκα
απομαγεύω  (el ) § disenchant απομάγεψα απομαγεύομαι απομαγεύτηκα απομαγεμένος
απομαγνητίζω  (el ) demagnetise, degauss απομαγνήτισα απομαγνητίζομαι απομαγνητίστηκα απομαγνητισμένος
απομαγνητοφωνώ  (el ) transcribe (from tape) απομαγνητοφώνησα απομαγνητοφωνούμαι απομαγνητοφωνήθηκα απομαγνητοφωνημένος
απομαδώ  (el ), μαδώ moult, balden, defoliate απομάδησα
απομαζικοποιώ  (el ) ? isolate απομαζικοποίησα απομαζικοποιούμαι απομαζικοποιήθηκα απομαζικοποιημένος
απομαζοποιώ  (el ) ? isolate, ? be passive απομαζοποίησα απομαζοποιούμαι απομαζοποιήθηκα απομαζοποιημένος
απομαθαίνω  (el ) stop learning απόμαθα
απομακρύνω  (el ), απομακραίνω remove, vacate απομάκρυνα απομακρύνομαι απομακρύνθηκα απομακρυσμένος
απομαραίνω  (el ) atrophy απομάρανα απομαραίνομαι απομαράθηκα απομαραμένος
απομένω  (el ), απομνήσκω remain απόμεινα, απέμεινα, απέμενα
imitate απομιμούμαι  (el ) απομιμήθηκα
απομνημονεύω  (el ) memorise απομνημόνευσα απομνημονεύομαι απομνημονεύθηκα απομνημονευμένος
απομνήσκω  (el ) , απομένω rest, reside απόμεινα, απέμεινα
απομονώνω  (el ) isolate απομόνωσα απομονώνομαι απομονώθηκα απομονωμένος
απομουρλαίνω  (el ) madden απομούρλανα απομουρλαίνομαι απομουρλάθηκα
απομυζώ  (el ) suck, bleed dry απομύζησα απομυζώμαι απομυζήθηκα απομυζωημένος
απομυθοποιώ  (el ) demythologise απομυθοποίησα απομυθοποιούμαι απομυθοποιήθηκα απομυθοποιημένος
απομωραίνω  (el ) madden απομώρανα απομωραίνομαι απομωράνθηκα
(αποναζικοποιώ (el ), (αποναζιστικοποιώ) denazify
αποναρκώνω  (el ) make drowsy απονάρκωσα αποναρκώνομαι αποναρκώθηκα αποναρκωμένος
απονεκρώνω  (el ) deaden, anaesthetise απονέκρωσα απονεκρώνομαι απονεκρώθηκα απονεκρωμένος
απονέμω  (el ) remain απέμεινα, (απόμεινα) απονέμομαι απονεμήθηκα απονεμημένος
απονευρώνω  (el ) deaden (nerves) απονεύρωσα απονευρώνομαι απονευρώθηκα απονευρωμένος
απονηστεύω  (el ) finish fasting
απονηώνω  (el ) launch (at sea) απονήωσα απονηώνομαι απονηώθηκα απονηωμένος
απονίπτω  (el ), απονίβω complete washing απόνιψα, απένιψα απονίπτομαι, απονίβομαι
απονιτρώνω  (el ) denitrify
απονομιμοποιώ  (el ) delegitimate απονομιμοποίησα απονομιμοποιούμαι απονομιμοποιήθηκα απονομιμοποιημένος
(απονυχτερεύω (el ), διανυκτερεύω spend the night απονυχτέρευσα
αποξαίνω  (el ) finish carding απόξανα
αποξενώνω  (el ) alienate αποξένωσα αποξενώνομαι, αποξενούμαι αποξενώθηκα αποξενωμένος
αποξεραίνω  (el ), ➤ αποξηραίνω
αποξεχνώ  (el ), απολησμονώ forget αποξέχασα αποξεχνιέμαι, αποξεχνιούμαι αποξεχάστηκα αποξεχασμένος
αποξέω  (el ), αποξύω, (αποξύνω) scour, scrape απέξεσα, απόξυσα αποξέομαι αποξέσθηκα αποξεσμένος
αποξηλώνω  (el ) § unstitch αποξήλωσα αποξηλώνομαι αποξηλώθηκα αποξηλωμένος
αποξηραίνω  (el ), αποξεραίνω dry up, desiccate αποξήρανα αποξηραίνομαι αποξηράνθηκα αποξηραμένος
αποξυλώνω  (el ) stiffen, freeze αποξύλωσα αποξυλώνομαι αποξυλώθηκα αποξυλωμένος
αποξύω  (el ), (αποξύνω), αποξέω
αποπαγοποιώ  (el ) melt, thaw αποπαγοποίησα
αποπαγώνω  (el ) de-ice, defrost αποπάγωσα
αποπαίρνω  (el ) rebuke αποπήρα
αποπαστρεύω  (el ) clean (completely) αποπάστρεψα
αποπατώ  (el ) shit αποπάτησα
try, attempt αποπειρώμαι  (el ) αποπειράθηκα
αποπέμπω  (el ) dismiss απέπεμψα αποπέμπομαι αποπέμφθηκα
αποπερατώνω  (el ) complete, finish αποπεράτωσα αποπερατώνομαι αποπερατώθηκα αποπερατωμένος
αποπίνω  (el ) drink up απόπια
αποπλανεύω  (el ), αποπλανώ deceive αποπλάνεψα
αποπλανώ  (el ), αποπλανάω, ξεπλανεύω deceive αποπλάνησα αποπλανώμαι, αποπλανιέμαι αποπλανήθηκα αποπλανημένος
αποπλένω  (el ), αποπλύνω
αποπλέω  (el ) set sail απέπλευσα
αποπληρώνω  (el ) pay in full αποπλήρωσα αποπληρώνομαι αποπληρώθηκα αποπληρωμένος
αποπλύνω  (el ), αποπλένω finish washing απόπλυνα αποπλύνομαι αποπλύθηκα αποπλυμένος
αποπνευματώνω  (el ) spiritualise αποπνευμάτωσα αποπνευματώνομαι αποπνευματώθηκα
αποπνέω  (el ) give off απέπνευσα
αποπνίγω  (el ) strangle
αποποινικοποιώ  (el ) decriminalise αποποινικοποιούμαι
deny αποποιούμαι  (el ) αποποιήθηκα
αποπολιτικοποιώ  (el ) depoliticise αποπολιτικοποίησα αποπολιτικοποιούμαι αποπολιτικοποιήθηκα αποπολιτικοποιημένος
αποπροσανατολίζω  (el ) misdirect, disorientate αποπροσανατόλισα αποπροσανατολίζομαι αποπροσανατολίστηκα αποπροσανατολισμένος
αποπροσωποποιώ  (el ) depersonalise αποπροσωποποίησα αποπροσωποποιούμαι
(αποπτύω (el ) spit
αποπυρηνικοποιώ  (el ) denuclearise αποπυρηνικοποίησα αποπυρηνικοποιούμαι αποπυρηνικοποιήθηκα αποπυρηνικοποιημένος
αποπυροδοτώ  (el ) deactivate αποπυροδότησα αποπυροδοτούμαι αποπυροδοτήθηκα αποπυροδοτημένος
αποπωματίζω  (el ) uncork αποπωμάτισα αποπωματίζομαι αποπωματίστηκα αποπωματισμένος
απορίχνω  (el ) discard, jettison απόριξα
απορρέω  (el ) emanate απέρρευσα
απορρίπτω  (el ) refuse, reject απέρριψα, (απόρριψα) απορρίπτομαι απορρίφθηκα, απορρίφτηκα
απορρίχνω  (el ), απορίχνω abort, reject απόρριξα, απόριξα αποριμένος
απορροφώ  (el ), απορροφάω absorb απορρόφησα απορροφώμαι, (απορροφούμαι), (απορροφιέμαι) απορροφήθηκα απορροφημένος
απορρυθμίζω  (el ), απορυθμίζω deregulate απορρύθμισα απορρυθμίζομαι απορρυθμίστηκα απορρυθμισμένος
απορρυπαίνω  (el ) cleanse, purify απορρύπανα απορρυπαίνομαι απορρυπάνθηκα απορρυπασμένος
απορφανίζω  (el ) orphan απορφάνισα απορφανίζομαι απορφανίστηκα απορφανισμένος
απορώ  (el ) be puzzled απόρησα απορημένος
αποσαθρώνω  (el ) crumble, erode αποσάθρωσα αποσαθρώνομαι αποσαθρώθηκα αποσαθρώθηκα
αποσαπίζω  (el ) rot away αποσάπισα
αποσαρώνω  (el ) sweep up αποσάρωσα
απορφανίζω  (el ) orphan απορφάνισα απορφανίζομαι απορφανίστηκα απορφανισμένος
αποσαφηνίζω  (el ), αποσαφώ disambiguate αποσαφήνισα αποσαφηνίζομαι αποσαφηνίστηκα αποσαφηνισμένος
αποσβεννύω  (el ) depreciate
αποσβένω  (el ), αποσβήνω extinguish, erase απόσβεσα, απόσβησα αποσβένομαι αποσβέστηκα αποσβεσμένος
αποσβολώνω  (el ) dumbfound αποσβόλωσα αποσβολώνομαι αποσβολώθηκα αποσβολωμένος
αποσείω  (el ) shake off απέσεισα, απόσεια αποσείομαι αποσείστηκα
αποσιωπώ  (el ) suppress αποσιώπησα αποσιωπώμαι αποσιωπήθηκα αποσιωπημένος
αποσκελετώνω  (el ) emaciate αποσκελέτωσα αποσκελετώνομαι αποσκελετώθηκα αποσκελετωμένος
αποσκεπάζω  (el ) disguise, cover up αποσκέπασα αποσκεπάζομαι αποσκεπάστηκα αποσκεπασμένος
αποσκίζω  (el ) tear apart απόσκισα
αποσκιρτώ  (el ) defect αποσκίρτησα
αποσκληρύνω  (el ), αποσκληραίνω harden αποσκλήρυνα, αποσκλήρανα αποσκληρύνομαι, αποσκληραίνομαι αποσκληρύνθηκα, αποσκληράνθηκα αποσκληρυμμένος
αποσκοπώ  (el ) aim at/for αποσκοπούσα
αποσκορακίζω  (el ) § send to the Devil αποσκοράκισα αποσκορακίζομαι αποσκορακίστηκα αποσκορακισμένος
(αποσκυβαλίζω (el ) decontaminate
αποσμήχω  (el ) decontaminate, deodorise
αποσοβώ  (el ) ward off αποσόβησα αποσοβούμαι αποσοβήθηκα αποσοβημένος
αποσπερματίζω  (el ) ejaculate αποσπερμάτισα
αποσπώ  (el ), αποσπάω detach απέσπασα αποσπώμαι αποσπάστηκα, αποσπάσθηκα § αποσπασμένος
αποστάζω  (el ) distil απόσταξα, απέσταξα αποστάζομαι αποστάχθηκα, αποστάχτηκα αποσταγμένος, απεσταγμένος
αποσταθεροποιώ  (el ) destabilise αποσταθεροποίησα αποσταθεροποιούμαι αποσταθεροποιήθηκα αποσταθεροποιημένος
αποσταίνω  (el ) tire απόστασα αποστασμένος
αποσταλάζω  (el ) drip, drop, condense αποστάλαξα
distance (oneself) αποστασιοποιούμαι  (el ) αποστασιοποιήθηκα αποστασιοποιημένος
αποστατώ  (el ) revolt, defect αποστάτησα
αποστεγνώνω  (el ) dry, dehydrate αποστέγνωσα αποστεγνώνομαι αποστεγνώθηκα αποστεγνωμένος
αποστειρώνω  (el ) sterilise αποστείρωσα αποστειρώνομαι αποστειρώθηκα αποστειρωμένος
αποστέλλω  (el ) dispatch, send απέστειλα αποστέλλομαι αποστάλθηκα απεσταλμένος
αποστενεύω  (el ) narrow αποστένεψα
αποστέργω  (el ) § reject απέστερξα
αποστερεύω  (el ) dry up (verbally) αποστέρεψα
αποστερώ  (el ) dispossess αποστέρησα αποστερούμαι αποστερήθηκα αποστερημένος
αποστεώνω  (el ) emaciate, ossify αποστέωσα αποστεώνομαι αποστεώθηκα αποστεωμένος
αποστηθίζω  (el ) memorise αποστήθισα αποστηθίζομαι (αποστηθίστηκα), (αποστηθίσθηκα) αποστηθισμένος
αποστομώνω  (el ) subdue, silence αποστόμωσα αποστομώνομαι αποστομώθηκα αποστομωμένος
αποστραβώνω  (el ) mess up, blind αποστράβωσα αποστραβώνομαι αποστραβώθηκα αποστραβωμένος
αποστραγγίζω  (el ) drain, dry αποστράγγισα αποστραγγίζομαι αποστραγγίστηκα αποστραγγισμένος
αποστρακίζω  (el ) deflect αποστράκισα αποστρακίζομαι αποστρακίστηκα αποστρακισμένος
αποστρατεύω  (el ) demobilise αποστράτευσα αποστρατεύομαι αποστρατεύτηκα, αποστρατεύθηκα αποστρατευμένος
αποστρατικοποιώ  (el ) demilitarise, demobilise αποστρατικοποίησα αποστρατικοποιούμαι αποστρατικοποιήθηκα αποστρατικοποιημένος
αποστρατιωτικοποιώ  (el ) demilitarise, demobilise αποστρατιωτικοποίησα αποστρατιωτικοποιούμαι αποστρατιωτικοποιήθηκα
αποστρέφω  (el ) avoid, loath pass απέστρεψα αποστρέφομαι αποστράφηκα αποστραμμένος
αποσυγκεντρώνω  (el ), αποκεντρώνω decentralise αποσυγκέντρωσα αποσυγκεντρώνομαι αποσυγκεντρώθηκα αποσυγκεντρωμένος
αποσυγχρονίζω  (el ) desynchronise αποσυγχρόνισα
αποσυμπιέζω  (el ) decompress αποσυμπίεσα αποσυμπιέζομαι αποσυμπιέστηκα αποσυμπιεσμένος
αποσυμφορίζω  (el ) decongest αποσυμφόρισα
αποσυμφορώ  (el ) decongest αποσυμφόρησα αποσυμφορούμαι
αποσυναρμολογώ  (el ) dismantle αποσυναρμολόγησα αποσυναρμολογούμαι αποσυναρμολογήθηκα αποσυναρμολογημένος
αποσυνδέω  (el ) disconnect αποσύνδεσα, αποσυνέδεσα αποσυνδέομαι αποσυνδέθηκα αποσυνδεδεμένος, αποσυνδεμένος
αποσυνθέτω  (el ) cause to disintegrate αποσυνέθεσα αποσυντίθεμαι, αποσυνθέτομαι αποσυντέθηκα αποσυντεθειμένος
αποσύρω  (el ) withdraw, retract απέσυρα, απόσυρα αποσύρομαι αποσύρθηκα αποσυρμένος
αποσυσχετίζω  (el ) dissociate αποσυσχέτισα αποσυσχετίζομαι
αποσφαλματώνω  (el ) debug αποσφαλμάτωσα
αποσφραγίζω  (el ) unseal αποσφράγισα αποσφραγίζομαι αποσφραγίστηκα αποσφραγισμένος
αποσχηματίζω  (el ) defrock αποσχημάτισα αποσχηματίζομαι αποσχηματίστηκα αποσχηματισμένος
(αποσχίζω (el ) tear, tear off; secede pass (απόσχισα) αποσχίζομαι αποσχίστηκα αποσχισμένος
αποσώνω  (el ) finish, finish off απόσωσα αποσώνομαι αποσώθηκα αποσωμένος, αποσωσμένος
αποταμιεύω  (el ), ταμιεύω save (money) αποταμίευσα αποταμιεύομαι αποταμιεύτηκα, αποταμιεύθηκα αποταμιευμένος
αποτάσσω  (el ) dismiss, sack απέταξα αποτάσσομαι αποτάχθηκα, αποτάχτηκα αποταγμένος
stretch αποταυρίζομαι  (el ) αποταυρίστηκα αποταυρισμένος
αποτείνω  (el ) speak, ask απέτεινα αποτείνομαι αποτάθηκα
αποτελειώνω  (el ) finish αποτελείωσα, αποτέλειωσα αποτελειώνομαι αποτελειώθηκα αποτελειωμένος
αποτελματώνω  (el ) stagnate, stultify αποτελμάτωσα αποτελματώνομαι αποτελματώθηκα αποτελματωμένος
αποτελώ  (el ) constitute αποτέλεσα αποτελούμαι αποτελέστηκα αποτελούμενος
αποτέμνω  (el ) behead, chop off αποτέμνομαι
αποτερματίζω  (el ) set boundary αποτερμάτισα
αποτεφρώνω  (el ) incinerate, burn αποτέφρωσα αποτεφρώνομαι αποτεφρώθηκα αποτεφρωμένος
αποτιμώ  (el ), ξετιμώ quantify, evaluate αποτίμησα αποτιμώμαι αποτιμήθηκα αποτιμημένος
αποτινάζω  (el ), αποτινάσσω shake off αποτίναξα αποτινάζομαι, αποτινάσσομαι αποτινάχτηκα, αποτινάχθηκα
αποτίω  (el ) §, αποτίνω repay, honour απέτισα (αποτίομαι)
αποτοιχίζω  (el ) unhang (picture) αποτοίχισα αποτοιχίζομαι αποτοιχίστηκα αποτοιχισμένος
αποτολμώ  (el ), (αποτολμάω) dare, risk αποτόλμησα αποτολμώμαι αποτολμήθηκα
αποτοξινώνω  (el ) detoxify αποτοξίνωσα αποτοξινώνομαι αποτοξινώθηκα αποτοξινωμένος
αποτραβώ  (el ), αποτραβάω pull away αποτράβηξα αποτραβιέμαι αποτραβήχτηκα αποτραβηγμένος
αποτρελαίνω  (el ) drive mad αποτρέλανα αποτρελαίνομαι αποτρελάθηκα αποτρελαμένος
αποτρέπω  (el ) deter, hinder απέτρεψα, απότρεψα αποτρέπομαι αποτράπηκα, απετράπην §
αποτριχώνω  (el ) depilate αποτρίχωσα αποτριχώνομαι αποτριχώθηκα αποτριχωμένος
αποτροπιάζω  (el ) disgust αποτροπίασα αποτροπιάζομαι αποτροπιάστηκα αποτροπιασμένος
αποτρυγώ  (el ) finish the vintage αποτρύγησα
αποτρώγω  (el ) eat up απόφαγα
αποτυγχάνω  (el ), αποτυχαίνω fail, miss απέτυχα, απότυχα αποτυχημένος
αποτυμπανίζω  (el ) torture (to death) αποτυμπάνισα αποτυμπανισμένος
αποτυπώνω  (el ) imprint αποτύπωσα αποτυπώνομαι αποτυπώθηκα αποτυπωμένος
αποτυφλώνω  (el ) blind (completely) αποτύφλωσα αποτυφλώνομαι
αποτυχαίνω  (el ), ➤ αποτυγχάνω fail, miss απέτυχα, απότυχα αποτυχημένος
απουσιάζω  (el ) be absent απουσίασα
affirm, declare αποφαίνομαι  (el ) αποφάνθηκα
seem; retire (αποφαίνομαι (el ) (αποφάνηκα)
αποφαλακρώνω  (el ) deforest, go bald
αποφασίζω  (el ) decide αποφάσισα αποφασίζομαι αποφασίστηκα αποφασισμένος
αποφέρω  (el ) yield απέφερα
αποφεύγω  (el ) avoid, keep away from απέφυγα, απόφυγα αποφεύγομαι* αποφεύχθηκα, απεφεύχθην §
αποφλοιώνω  (el ) peel, debark αποφλοίωσα αποφλοιώνομαι αποφλοιώθηκα αποφλοιωμένος
αποφοιτώ  (el ) graduate αποφοίτησα
αποφορτίζω  (el ) discharge αποφόρτισα αποφορτίζομαι αποφορτίστηκα αποφορτισμένος
αποφουρνίζω  (el ) bake off αποφούρνισα
αποφράζω  (el ), αποφράσσω close up, bung up απέφραξα, απόφραξα αποφράζομαι αποφράχτηκα, αποφράχθηκα αποφραγμένος
αποφυλακίζω  (el ) release (from prison) αποφυλάκισα αποφυλακίζομαι αποφυλακίστηκα αποφυλακισμένος
αποχαιρετίζω  (el ), αποχαιρετώ say goodbye αποχαιρέτισα αποχαιρετίζομαι αποχαιρετίστηκα αποχαιρετισμένος
αποχαιρετώ  (el ), αποχαιρετάω, αποχαιρετίζω say goodbye αποχαιρέτησα αποχαιρετιέμαι αποχαιρετήθηκα αποχαιρετημένος
αποχαλινώνω  (el ) unfetter, riot αποχαύνωσα αποχαλινώνομαι αποχαλινώθηκα αποχαλινωμένος
αποχαλώ  (el ), αποχαλάω, (αποχαλνώ), χαλώ destroy, ruin αποχάλασα αποχαλάστηκα αποχαλασμένος
αποχαρακτηρίζω  (el ) declassify αποχαρακτήρισα αποχαρακτηρίζομαι αποχαρακτηρίστηκα αποχαρακτηρισμένος
αποχαυνώνω  (el ), ➤ χαυνώνω enervate αποχαύνωσα αποχαυνώνομαι αποχαυνώθηκα αποχαυνωμένος
αποχειροτονώ  (el ) dismiss,(from office), defrock αποχειροτόνησα αποχειροτονούμαι αποχειροτονήθηκα αποχειροτονημένος
αποχετεύω  (el ) drain †,αποχέτευα αποχετεύομαι
αποχλωριώνω  (el ) dechlorinate αποχλωρίωσα αποχλωριώνομαι αποχλωριωμένος
expectorate αποχρέμπτομαι  (el )
αποχρωματίζω  (el ) fade, bleach αποχρωμάτισα αποχρωματίζομαι αποχρωματίστηκα αποχρωματισμένος
αποχτενίζω  (el ) finish coiffeur αποχτένισα αποχτενίζομαι αποχτενίστηκα αποχτενισμένος
αποχτηνώνω  (el ), αποκτηνώνω
αποχτώ  (el ), αποκτώ
αποχυλώνω  (el ) macerate (with heat) αποχύλωσα
αποχωρίζω  (el ) separate αποχώρισα αποχωρίζομαι αποχωρίστηκα αποχωρισμένος
αποχωρώ  (el ) leave, resign αποχώρησα
αποψιλώνω  (el ), αποψιλώ deforest, depilate αποψίλωσα αποψιλώνομαι αποψιλώθηκα αποψιλωμένος
αποψύχω  (el ) defrost απέψυξα, (απόψυξα) αποψύχομαι αποψύχθηκα (αποψυγμένος)

Sources edit

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: