• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
σαβανώνω  (el ) shroud σαβάνωσα σαβανώνομαι σαβανώθηκα σαβανωμένος
σαβουριάζω  (el )
σαβουρώνω  (el ) ballast (ship), guzzle σαβούρωσα
σαγηνεύω  (el ) charm, bewitch σαγήνευσα σαγηνεύομαι σαγηνεύτηκα§, σαγηνεύθηκα σαγηνευμένος
σαγίζω  (el ) harness, saddle
σαγιτεύω  (el ), ➤ σαϊτεύω shoot (bow & arrow) σαγιτεύομαι
σάζω  (el ), ➤ σιάζω
σαϊτεύω  (el ), σαγιτεύω shoot (bow & arrow) σαΐτεψα σαϊτεύομαι σαϊτεύτηκα σαϊτεμένος
σακατεύω  (el ) cripple σακάτεψα σακατεύομαι σακατεύτηκα σακατεμένος
σακιάζω  (el ) bag σάκιασα σακιάζομαι σακιάστηκα σακιασμένος
σακουλεύομαι  (el ), σακκουλεύομαι σακουλεύτηκα
σακουλιάζω  (el ), σακκουλιάζω bag, sag σακούλιασα σακουλιασμένος
σακχαροποιώ  (el ) saccharise (UK), saccharize (US)
σαλαγίζω  (el )
σαλαγώ  (el ), σαλαγάω shepherd, shout σαλάγησα
σαλεύγω  (el )
σαλεύω  (el ) stir, move σάλεψα σαλεύομαι σαλεύτηκα σαλεμένος
σαλιάζω  (el ) salivate
σαλιαρίζω  (el ) drivel, drool σαλιάρισα
σαλιώνω  (el ), ➤ σιαλώνω lick, smear (saliva) σάλιωσα σαλιώνομαι σαλιώθηκα σαλιωμένος
σαλντώ  (el )
σαλπάρω  (el ) weigh anchor, sail σάλπαρα, σαλπάρισα
σαλπίζω  (el ) trumpet σάλπισα
σαλτάρω  (el ) jump σάλταρα, σαλτάρισα σαλταρισμένος
σαμαρώνω  (el ) saddle σαμάρωσα σαμαρώνομαι σαμαρώθηκα σαμαρωμένος
σαμπανιάζω  (el )
σαμποτάρω  (el ) sabotage σαμποτάρισα σαμποταρισμένος
σανιδώνω  (el ) lay (flooring) σανίδωσα σανιδώνομαι σανιδώθηκα σανιδωμένος
σαπίζω  (el ), ➤ σέπομαι rot, decompose σάπισα σαπισμένος
σαπουνίζω  (el ) soap σαπούνισα σαπουνίζομαι σαπουνίστηκα σαπουνισμένος
σαπωνοποιώ  (el ) σαπωνοποίησα σαπωνοποιούμαι σαπωνοποιήθηκα σαπωνοποιημένος
σαραβαλιάζω  (el ) wreck σαραβάλιασα σαραβαλιάζομαι σαραβαλιάστηκα σαραβαλιασμένος
σαρακιάζω  (el ) σαράκιασα σαρακιασμένος
σαρακοστεύω  (el ) keep lent
σαρακοστίζω  (el )
σαρανταρίζω  (el ) reach forty (years old) σαραντάρισα
σαραντίζω  (el ) reach forty (days old) σαράντισα
σαρκάζω  (el ) use sarcasm, ridicule σάρκασα
σαρκώνω  (el ) heal (skin) σάρκωσα σαρκώθηκα σαρκωμένος
σαρώνω  (el ) sweep σάρωσα σαρώνομαι σαρώθηκα σαρωμένος
σασιρντίζω  (el ) σάστισα σαστισμένος
σαστίζω  (el ) confuse σατινάρισα
σατινάρω  (el ) make satin
σατιρίζω  (el ) satirise (UK), satirize (US) σατίρισα σατιρίζομαι σατιρίστηκα σατιρισμένος
σαφηνίζω  (el ) clarify σαφήνισα σαφηνίζομαι σαφηνίστηκα σαφηνισμένος
σαχλαμαρίζω  (el ) talk nonsense σαχλαμάρισα
σαχλιάζω  (el )
σαψαλιάζω  (el ) σαψάλιασα σαψαλιάστηκα σαψαλιασμένος
σβανάρω  (el )
σβαρνίζω  (el ) harrow σβάρνισα σβαρνίζομαι σβαρνίστηκα σβαρνισμένος
σβαρνώ  (el )
σβένω  (el )
σβήνω  (el ) extinguish έσβησα σβήνομαι σβήστηκα σβησμένος
σβολιάζω  (el ), σβωλιάζω be lumpy (soil), clot (blood) σβόλιασα σβολιάστηκα σβολιασμένος
σβολώνω  (el )
σβουρίζω  (el ) spin (top, disc, etc) σβούρισα, σβούριξα σβουρισμένος
σβύνω  (el )
σβω  (el )
σβωλιάζω  (el ), ➤ σβολιάζω σβώλιασα σβωλιάστηκα σβωλιασμένος
σγουραίνω  (el ) curl, crinkle, frizz σγούρυνα, σγούρανα
σγουρώνω  (el )
σεβνταλίζομαι  (el )
revere, respect σέβομαι  (el ) σεβάστηκα
σεγκοντάρω  (el ), σεκοντάρω, ➤ σιγοντάρω second, support
σείω  (el ), σειώ stir, rock, shake pass έσεισα σείομαι, σειέμαι σείστηκα
σεκλεντίζω  (el ), σικλεντίζω σεκλεντίζομαι σεκλεντίζω σεκλεντισμένος
σεκλετίζω  (el ) σεκλετίζομαι σεκλετίστηκα σεκλετισμένος
σεκοντάρω  (el ), σεγκοντάρω, ➤ σιγοντάρω
σελαγίζω  (el ) shine σελάγισα
σελεμιάζω  (el )
σελεμίζω  (el ) scrounge, cadge, sponge
fit (epilepsy) σεληνιάζομαι  (el ) σεληνιάστηκα σεληνιασμένος
σελιδοποιώ  (el ) layout (text, page) σελιδοποίησα σελιδοποιούμαι σελιδοποιήθηκα σελιδοποιημένος
σελιδώνω  (el ) σελίδωσα σελιδώθηκα σελιδωμένος
σελώνω  (el ) saddle σέλωσα σελώνομαι σελώθηκα σελωμένος
σεμνολογώ  (el )
be proud σεμνύνομαι  (el ) †σεμνύνθηκα, εσεμνύνθην
σενιάρω  (el ), ➤ σινιάρω spruce up, do up σένιαρα, σενιάρισα σενιάρομαι σενιαρίστηκα σενιαρισμένος
σεντονιάζω  (el ) σεντόνιασα σεντονιασμένος
σεντράρω  (el ) centre (football) σέντραρα, σεντράρισα
rot σέπομαι  (el ), ➤ σήπομαι, ➤ σαπίζω
σερβιρίζω  (el ) σερβιρίζομαι
σερβίρω  (el ) serve, help σερβίρισα, σέρβιρα σερβίρομαι σερβιρίστηκα σερβιρισμένος
σεργιανίζω  (el ) stroll, take for a walk σεργιάνισα σεργιανισμένος
σεργιανώ  (el ), σεργιανάω
σέρνω  (el ), σύρω, σούρνω  pull, drag; creep pass έσυρα, έσουρα σέρνομαι σύρθηκα συρμένος
σερφάρω  (el ) windsurf σέρφαρα, σερφάρισα
σετάρω  (el ) set-up (computing)
σηκώνω  (el ) raise, roll up σήκωσα σηκώνομαι σηκώθηκα σηκωμένος
σημαδεύω  (el ) mark, brand σημάδεψα σημαδεύομαι σημαδεύτηκα σημαδεμένος
σημαίνω  (el ) mean; ring σήμανα σημαίνομαι σημάνθηκα σεσημασμένος
σημαιοστολίζω  (el ) decorate (with flags) σημαιοστόλισα σημαιοστολίζομαι σημαιοστολίστηκα σημαιοστολισμένος
σηματοδοτώ  (el ) signal σηματοδότησα σηματοδοτούμαι σηματοδοτήθηκα σηματοδοτημένος
σηματολογώ  (el ) register (ship) σηματολόγησα σηματολογούμαι σηματολογήθηκα σηματολογημένος
σημειολογώ  (el )
σημειώνω  (el ) mark, point σημείωσα σημειώνομαι σημειώθηκα σημειωμένος
rot σήπομαι  (el ), σέπομαι
σιάζω  (el ), σάζω, ➤ σιάχνω straighten έσιαξα σιάζομαι σιάχτηκα σιαγμένος
σιαλίζω  (el ) spit
σιαλώνω  (el ), ➤ σαλιώνω salivate σιάλωσα σιαλώνομαι σιαλώθηκα σιαλωμένος
σιάχνω  (el ), ➤ σιάζω, ➤ φτιάχνω straighten, repair σιάχνομαι
σιγάζω  (el ) quieten σίγασα
σιγοβράζω  (el ) simmer σιγόβρασα
σιγοβρέχω  (el ) drizzle
σιγοκαίω  (el ) smoulder (UK), smolder (US)
σιγοκλαίω  (el ) weep σιγόκλαψα
σιγοκουβεντιάζω  (el ) whisper σιγοκουβέντιασα
σιγομιλώ  (el ), σιγομιλάω whisper
σιγομουρμουρίζω  (el ) murmur, mumble
σιγοντάρω  (el ), σεκοντάρω, σεγκοντάρω second, support σιγοντάρισα
σιγοπερπατώ  (el ), (σιγοπερπατάω creep, walk slowly
σιγοπίνω  (el ) sip
σιγοτραγουδώ  (el ) hum, sing (quietly) σιγοτραγούδησα
σιγουράρω  (el ) σιγουράρισα
σιγουρεύω  (el ) secure, fasten σιγούρεψα σιγουρεύομαι σιγουρεύτηκα σιγουρεμένος
σιγοψιθυρίζω  (el ) whisper σιγοψιθύρισα
σιγώ  (el ) keep quiet, say nothing σίγησα σιγώμαι σιγήθηκα σιγημένος
σιδερώνω  (el ) iron (clothing) σιδέρωσα σιδερώνομαι σιδερώθηκα σιδερωμένος
σίζω  (el ) hiss έσιξα
σικλεντίζω  (el ), ➤ σεκλεντίζω
σιμώνω  (el ) approach, draw near σίμωσα
σινιάρω  (el ), ➤ σενιάρω
σιργουλεύγω  (el )
σιροπιάζω  (el ), ➤ σοροπιάζω drizzle syrup, court σιρόπιασα σιροπιάστηκα σιροπιασμένος
σιτεύω  (el ) become high (meat), fatten (sheep, etc) σίτεψα σιτεμένος
σιτίζω  (el ) feed σίτισα σιτίστηκα σιτισμένος
loathe, abominate σιχαίνομαι  (el ) σιχάθηκα σιχαμένος
σιχτιρίζω  (el ) σιχτίρισα σιχτιρίζομαι σιχτιρισμένος
σιωπώ  (el ), σιωπάω, ➤ σωπαίνω keep silent σιώπησα
σκάβω  (el ), ➤ σκάπτω, σκάφτω dig, erode έσκαψα σκάβομαι σκάφτηκα σκαμμένος
σκάζω  (el ), ➤ σκάω, σκάνω explode, burst έσκασα σκασμένος
σκαλεύω  (el )
σκαλίζω  (el ) grub, hoe σκάλισα σκαλίζομαι σκαλίστηκα σκαλισμένος
σκαλώνω  (el ) snag, climb σκάλωσα σκαλωμένος
σκαμπάζω  (el ) know, understand σκάμπασα
σκαμπανεβάζω  (el ) toss about
σκαμπιλίζω  (el ) smack σκαμπίλισα
σκανάρω  (el ) scan σκάναρα, σκάναρισα σκαναρισμένος
σκανδαλίζω  (el ), σκανταλίζω tempt, scandalise (UK), scandalize (US) σκανδάλισα σκανδαλίζομαι σκανδαλίστηκα σκανδαλισμένος
σκανδαλοθηρώ  (el )
σκανδαλολογώ  (el ) gossip, scandalise (UK), scandalize (US) σκανδαλολόγησα
σκανταγιάρω  (el ) sound (nautical) σκανταγιάρισα
σκανταλιάρω  (el ) sound (nautical) σκανταλιάρισα
σκανταλίζω  (el ), ➤ σκανδαλίζω ruin σκανταλίζομαι
σκαντζάρω  (el ) change watch (nautical) σκάντζαρα, σκαντζάρισα
σκάνω  (el ), ➤ σκάω
σκαπετίζω  (el ) vanish
σκαπετώ  (el ), σκαπετάω vanish
σκαπουλάρω  (el ), σκαπουλαίρνω escape, win through σκαπούλαρα, σκαπουλάρισα
σκάπτω  (el ), ➤ σκάβω, σκάφτω dig
σκαρδαμύσσω  (el ) wink
σκαρίζω  (el ) take to pasture σκάρισα
σκαριφίζω  (el ) sketch
σκαριφώ  (el ) sketch σκαρίφησα, σκαρίφισα
σκαρτάρω  (el ), ➤ ξεσκαρτάρω discard σκάρταρα, σκαρτάρισα
σκαρτεύω  (el ) make cheaply σκάρτεψα σκαρτεμένος
σκαρφαλώνω  (el ) clamber σκαρφάλωσα σκαρφαλώνομαι σκαρφαλωμένος
dream up, invent σκαρφίζομαι  (el ) σκαρφίστηκα
σκαρώνω  (el ) make up, invent σκάρωσα σκαρώνομαι σκαρώθηκα σκαρωμένος
σκατώνω  (el ) shit upon, mess up σκάτωσα σκατωμένος
σκαφιδιάζω  (el ) hollow out σκαφίδιασα σκαφιδιασμένος
σκαφιδώνω  (el ) σκαφίδωσα
σκάφτω  (el ), ➤ σκάβω, ➤ σκάπτω
σκάω  (el ), ➤ σκάζω, σκάνω έσκασα σκασμένος
σκεβρώνω  (el ), ➤ σκευρώνω warp (esp. wood) σκέβρωσα σκεβρωμένος
σκεδάζω  (el ) scatter σκέδασα
σκεπάζω  (el ) cover, cover up σκέπασα σκεπάζομαι σκεπάστηκα σκεπασμένος
σκεπαρνίζω  (el ) σκεπάρνισα
think σκέπτομαι  (el ), ➤ σκέφτομαι σκεπτόμενος
σκέπτω  (el )
σκέπω  (el ) cover
σκερτσάρω  (el )
σκευάζω  (el ) σκεύασα σκευάζομαι σκευάστηκα, σκευάθηκα§ σκευασμένος
σκευρώνω  (el ), ➤ σκεβρώνω warp σκεύρωσα σκευρωμένος
σκευωρώ  (el ) plot, scheme σκευώρησα
think σκέφτομαι  (el ), σκέπτομαι σκέφτηκα, σκέφθηκα
σκηνογραφώ  (el ) paint scenery (theatre)
σκηνοθετώ  (el ) direct (theatre) σκηνοθέτησα σκηνοθετούμαι σκηνοθετήθηκα σκηνοθετμένος
σκηνώ  (el )
σκιαγραφώ  (el ) sketch σκιαγράφησα
σκιάζω  (el ) frighten, startle έσκιαξα σκιάζομαι σκιάχτηκα σκιαγμένος
σκιάζω  (el ) shade, cast a shadow σκίασα σκιάζομαι σκιάστηκα σκιασμένος
σκιαμαχώ  (el ) fight shadows σκιαμάχησα
σκίζω  (el ), ➤ σχίζω slit, tear έσκισα σκίζομαι σκίστηκα σκισμένος
σκιρτώ  (el ) jump, caper σκίρτησα
σκιτσάρω  (el ) sketch σκίτσαρα, σκιτσάρισα σκιτσαρισμένος
σκιτσογραφώ  (el ) sketch
σκλαβώνω  (el ) enslave σκλάβωσα σκλαβώνομαι σκλαβώθηκα σκλαβωμένος
σκληραγωγώ  (el ) toughen, harden σκληραγώγησα σκληραγωγούμαι σκληραγωγήθηκα σκληραγωγημένος
σκληραίνω  (el ), σκληρύνω harden σκλήρυνα σκληραίνομαι σκληρύνθηκα σκληρυμένος
σκληρίζω  (el ) shriek σκλήρισα
σκληρύνω  (el ), ➤ σκληραίνω
σκοινιάζω  (el ) σκοίνιασα σκοινιάζομαι σκοινιάστηκα σκοινιασμένος
σκολάζω  (el ), ➤ σκολνώ, ➤ σχολάζω stop work
σκολιώ  (el )
σκολνώ  (el ), ➤ σχολνώ σκόλασα σκολασμένος
σκολοπίζω  (el ) impale σκολόπισα σκολοπίζομαι σκολοπίστηκα σκολοπισμένος
σκολώ  (el ), σολάω, ➤ χολώ dismiss (work)
σκονίζω  (el ) cover with dust σκόνισα σκονίζομαι σκονίστηκα σκονισμένος
σκοντάβω  (el )
σκοντάφτω  (el ) trip, stumble σκόνταψα
σκοπεύω  (el ) intend, aim, take aim σκόπευσα
σκοπώ  (el )
σκορακίζω  (el )
σκοράρω  (el ) score (sport) σκόραρα, σκοράρισα
σκορπίζω  (el ), ➤ σκροπίζω scatter σκόρπισα σκορπίζομαι σκορπίστηκα σκορπισμένος
σκορπώ  (el ), σκορπάω
σκορτσάρω  (el ) jerk
σκοταδιάζω  (el ) σκοτάδιασα
σκοτεινιάζω  (el ) darken σκοτείνιασα σκοτεινιασμένος
σκοτιδιάζω  (el ) darken σκοτίδιασα σκοτιδιασμένος
σκοτίζω  (el ) pester, darken σκότισα σκοτίζομαι σκοτίστηκα σκοτισμένος
σκοτοδινιώ  (el )
σκοτώνω  (el ) kill, slaughter σκότωσα σκοτώνομαι σκοτώθηκα σκοτωμένος
σκούζω  (el ) howl, yell έσκουξα
σκουληκιάζω  (el ) be maggoty or woodworm ridden σκουλήκιασα σκουληκιάστηκα σκουληκιασμένος
σκουντουφλιάζω  (el ) sulk σκουντούφλιασα σκουντουφλιασμένος
σκουντουφλώ  (el ), σκουντουφλάω stumble σκουντούφλησα
σκουντώ  (el ), σκουντάω shove, nudge σκούντησα, σκούντηξα
σκουπίζω  (el ) sweep, vacuum σκούπισα σκουπίζομαι σκουπίστηκα σκουπισμένος
σκουραίνω  (el ) darken σκούρυνα, σκούρανα
σκουριάζω  (el ) rust, corrode σκούριασα σκουριασμένος
σκουροφέρνω  (el ) be dark
σκουφώνω  (el ) σκούφωσα σκουφωμένος
σκρινάρω  (el ) screen (film)
σκρολάρω  (el )
σκροπίζω  (el ), ➤ σκορπίζω
σκύβω  (el ), σκύφτω bend, stoop έσκυψα σκυμμένος
σκυθρωπάζω  (el ) sulk, frown σκυθρώπασα
σκυθρωπιάζω  (el ) sulk, frown σκυθρώπιασα
σκυλεύω  (el ) rob, plunder σκύλεψα σκυλεύομαι σκυλεύτηκα, σκυλεύθηκα σκυλευμένος, σκυλεμένος
σκυλιάζω  (el ) fly into a rage, infuriate σκύλιασα σκυλιασμένος
be bored stiff σκυλοβαριέμαι  (el ) σκυλοβαρέθηκα σκυλοβαρεμένος
σκυλοβρίζω  (el ) shower abuse σκυλόβρισα
σκυλομετανιώνω  (el ) σκυλομετάνιωσα
σκυλοπνίγομαι  (el ) σκυλοπνίγηκα σκυλοπνιγμένος
σκυλοτρώγομαι  (el ) σκυλοφαγώθηκα σκυλοφαγωμένος
σκυροδετώ  (el ) σκυροδέτησα
σκυροστρώνω  (el ) macadamise
σκύφτω  (el ), ➤ σκύβω
σκωληκιώ  (el )
σκώπτω  (el )
σμαλτώνω  (el ) enamel σμάλτωσα σμαλτώνομαι σμαλτώθηκα σμαλτωμένος
σμίγω  (el ) mix έσμιξα σμίγομαι σμίχτηκα σμιγμένος
σμικρύνω  (el ) make smaller σμίκρυνα σμικρύνομαι σμικρύνθηκα
σμιλεύω  (el ), ➤ λαξεύω hew, carve σμίλεψα, σμίλευσα σμιλεύομαι σμιλεύθηκα σμιλευμένος
σμουλώχνω  (el ), ➤ μουλώχνω
σμπαραλιάζω  (el ) smash σμπαράλιασα σμπαραλιάζομαι σμπαραλιάστηκα σμπαραλιασμένος
σμυριδώνω  (el ) σμυρίδωσα σμυριδώνομαι σμυριδώθηκα σμυριδωμένος
σνιφάρω  (el ) sniff σνιφάρισα
σνομπάρω  (el ) snub σνόμπαρα, σνομπάρισα
σοβαντίζω  (el ), ➤ σοβατίζω, σουβαντίζω plaster σοβάντισα σοβαντίζομαι σοβαντίστηκα σοβαντισμένος
σοβαρεύομαι  (el ) σοβαρεύτηκα
σοβαρεύω  (el ) look serious οβάρεψα
σοβαρολογώ  (el ) talk seriously
σοβατίζω  (el ), σοβαντίζω, σουβαντίζω plaster σοβάτισα σοβατίζομαι σοβατίστηκα σοβατισμένος
σοβεντάρω  (el )
σοβερτάρω  (el )
σοβιετοοιώ  (el ) Sovietise (UK), Sovietize (US)
σοβώ  (el ) smoulder
σοδεύω  (el )
σοδιάζω  (el ), ➤ εισοδιάζω harvest σόδιασα σοδιάζομαι σοδιάστηκα σοδιασμένος
σοδομίζω  (el ) σοδομισα σοδομίστηκα σοδομισμένος
σοκάρω  (el ), σοκαρίζω offend, shock σόκαρα, σοκάρισα σοκάρομαι σοκαρίστηκα σοκαρισμένος
σολάρω  (el ) σόλαρα, σολάρισα
σολιάζω  (el ) sole (shoe) σόλιασα σολιάζομαι σολιάστηκα σολιασμένος
σολοικίζω  (el ) σολοίκισα
σονάρω  (el )
σοροπιάζω  (el ), ➤ σιροπιάζω drizzle syrup σορόπιασα
σορτάρω  (el )
σοσιαλίζω  (el )
σοτάρω  (el ), ➤ σωτάρω sauté, fry σόταρα, σοτάρισα σοτάρομαι σοταρίστηκα σοταρισμένος
σουβαντίζω  (el ), σοβαντίζω, ➤ σοβατίζω σοβάντισα σουβαντίζομαι σοβαντίστηκα σοβαντισμένος
σουβατίζω  (el ) σοβάτισα σουβατίζομαι σοβατίστηκα σοβατισμένος
σουβλίζω  (el ) skewer, goad σούβλισα σουβλίζομαι σουβλίστηκα σουβλισμένος
σουλαντίζω  (el ) σουλάντισα
σουλαντώ  (el )
σουλατσάρω  (el ) stroll, loaf σουλάτσαρα, σουλατσάρισα
σουλατσέρνω  (el )
σουλουπώνω  (el ) tidy up σουλούπωσα σουλουπώνομαι σουλουπώθηκα σουλουπωμένος
σουμάρω  (el ) σούμαρα, σουμάρισα σουμαρισμένος
σουπάρω  (el ) sup (supper)
σουραυλίζω  (el ) σουραύλισα
σουρεύγω  (el )
σουρίζω  (el ), ➤ σφυρίζω whistle σούριξα
σούρνω  (el ), ➤ σέρνω έσουρα σούρνομαι
σουρομαδώ  (el ), τσουρομαδώ σουρομάδησα σουρομαδιέμαι σουρομαδήθηκα σουρομαδημένος
σουρομαλλιάζω  (el ) σουρομαλλιάζομαι σουρομαλλιάστηκα σουρομαλλιασμένος
σουρουπώνω  (el ) overtaken by night σουρουπώνομαι
σουρτουκεύω  (el ) loaf σουρτούκεψα
σουρώνω  (el )1 στραιν, filter σούρωσα σουρώνομαι σουρώθηκα σουρωμένος
σουρώνω  (el )2 pleat σούρωσα σουρωμένος
σουρώνω  (el )3 get smashed
σουσουδίζω  (el )
σουσουμιάζω  (el ) σουσούμιασα
σουσοουνίζω  (el ) wheeze
σουτάρω  (el ) shoot (football) σούταρα, σουτάρισα σουτάρομαι σουταρισμένος
σουφρώνω  (el ) wrinkle, shrink (cloth) σούφρωσα σουφρωμένος
σοφάρω  (el ) σοφάρισα
σοφεράρω  (el )
σοφηλιάζω  (el ), ➤ σοφιλιάζω σοφήλιασα
invent, think up σοφίζομαι  (el ) σοφίστηκα
σοφιλιάζω  (el ), (σοφηλιάζω) σοφίλιασα
σοφιστεύομαι  (el ) σοφιστεύομαι

Sources

edit
  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: