• Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
ανδραγαθώ  (el ) fight valiantly ανδραγάθησα
ανδραποδίζω  (el ) enslave ανδραπόδισα ανδραποδίζομαι ανδραποδίστηκα, ανδραποδίσθηκα ανδραποδισμένος
ανδρειεύω  (el ), αντρειεύω
ανδρειώνω  (el ) fill with courage ανδρείωσα ανδρειώνομαι, αντρειώνομαι ανδρειώθηκα ανδρειωμένος
show courage ανδρίζομαι  (el ) ανδρίστηκα ανδρισμένος
dominated by men ανδροκρατούμαι  (el ), αντροκρατούμαι ανδροκρατήθηκα
ανδροφέρνω  (el ), αντροφέρνω behave like a man
ανδρώνω  (el ), αντρώνω reach manhood, behave like a man pass άνδρωσα ανδρώνομαι, αντρώνομαι ανδρώθηκα ανδρωμένος
ανεβάζω  (el ), αναβιβάζω take up, lift ανέβασα ανεβάζομαι ανεβάστηκα ανεβασμένος
ανεβαίνω  (el ), αναβαίνω ascend ανέβηκα ανεβασμένος
ανεβοκατεβάζω  (el ) raise & lower ανεβοκατέβασα
ανεβοκατεβαίνω  (el ) go up & down ανεβοκατέβηκα
ανεγείρω  (el ) § erect ανήγειρα, ανέγειρα ανεγείρομαι ανεγέρθηκα ανεγερμένος
ανέλθω  (el ), ανέρχομαι climb
ανελίσσω  (el ) unroll, evolve pass ανελίσσομαι
ανελκύω  (el ) raise, refloat ανέλκυσα ανελκύομαι ανελκύστηκα ανελκυσμένος
ανεμίζω  (el ) air ανέμισα ανεμίζομαι ανεμίστηκα, ανεμίσθηκα ανεμισμένος
ανεμοδέρνω  (el ) toss about ανεμόδειρα ανεμοδέρνομαι ανεμοδάρθηκα ανεμοδαρμένος
ανεμοπορώ  (el ) glide (in the air) ανεμοπόρησα
ανεμοσκορπίζω  (el ) scatter ανεμοσκόρπισα ανεμοσκορπίζομαι ανεμοσκορπίστηκα
ανεμπαίζω  (el ), αναμπαίζω
ανενεργοποιώ  (el ) deactivate, de-energise (ανενεργοποιούμαι)
ανεξαρτητοποιώ  (el ) emancipate ανεξαρτητοποίησα ανεξαρτητοποιούμαι ανεξαρτητοποιήθηκα ανεξαρτητοποιημένος
ανεξαρτοποιώ  (el ) emancipate ανεξαρτοποίησα ανεξαρτοποιούμαι ανεξαρτοποιήθηκα ανεξαρτοποιημένος
(ανεξικακώ (el ) to be forgiving
ανερευνώ  (el ) § explore, investigate ανερεύνησα ανερευνώμαι
mount up ανέρχομαι  (el ), ανέλθω ανήλθα
ανερωτώ  (el ), αναρωτώ
ανεσαίνω  (el ), ανασαίνω
remember ανεστορούμαι  (el )
ανευθυνολογώ  (el ) speak recklessly ανευθυνολογούσα
ανευρίσκω  (el ) rediscover ανεύρηκα, ανηύρα ανευρίσκομαι ανευρέθηκα
ανευφημώ  (el ) § cheer, applaud ανευφήμησα
ανεφοδιάζω  (el ) resupply ανεφοδίασα ανεφοδιάζομαι ανεφοδιάστηκα ανεφοδιασμένος
ανηφορώ  (el ) , ανηφορίζω
tolerate ανέχομαι  (el ) ανέχτηκα, ανέχθηκα
ανήκω  (el ) belong ανήκα
ανησυχώ  (el ) concern ανησύχησα
ανηφορίζω  (el ) ascend ανηφόρισα
understand ανθίζομαι ανθίστηκα ανθισμένος
ανθίζω  (el ) bloom άνθισα ανθίζομαι
resist ανθίσταμαι  (el ) †, (αντιστάθηκα)
ανθοβολώ  (el ), ανθοβολάω skatter/shed (blossom) ανθοβόλησα
ανθοκομώ  (el ) grow/pick flowers ανθοκόμησα
ανθολογώ  (el ), ανθολογάω gather flowers, anthologise ανθολόγησα ανθολογούμαι ανθολογήθηκα ανθολογημένος
ανθορροώ  (el ) skatter/shed (blossom)
ανθοστολίζω  (el ) arrange/decorate with flowers ανθοστόλισα
ανθοφορώ  (el ) bloom ανθοφορούσα
ανθρακεύω  (el ) load coal ανθράκευα ανθρακεύομαι
ανθρακώνω  (el ) carbonise, make charcoal ανθράκωσα ανθρακωμένος
ανθρωπεύω  (el ) humanise, civilise ανθρώπεψα ανθρωπεύομαι ανθρωπεύτηκα
ανθρωπομορφίζω  (el ) anthropomorphise ανθρωπομόρφισα ανθρωπομορφίζομαι ανθρωπομορφίστηκα
ανθυπομειδιώ  (el ), ➤ υπομειδιώ smile inwardly ανθυπομειδλιασα
ανθώ  (el ) flower, flourish άνθησα ανθισμένος
ανιδρύω  (el ) § rebuild ανίδρυσα ανιδρύομαι ανιδρύθηκα ανιδρυμένος
rise ανίσταμαι  (el )
ανιστορώ  (el ) narrate ανιστόρησα ανιστορούμαι ανιστορήθηκα ανιστορημένος
ανιχνεύω  (el ) detect ανίχνευσα ανιχνεύομαι ανιχνεύτηκα, ανιχνεύθηκα ανιχνευμένος
ανιώ  (el ) be bored ανιούσα
ανοηταίνω  (el ) be foolish
ανοιγοκλείνω  (el ), ανοιγοκλείω, ανοιγοκλειώ open & close ανοιγόκλεισα
ανοιγοκλειώ  (el ), ανοιγοκλείνω
ανοίγω  (el ) open, switch on άνοιξα ανοίγομαι ανοίχτηκα ανοιγμένος
ανοικοδομώ  (el ) rebuild ανοικοδόμησα ανοικοδομούμαι ανοικοδομήθηκα ανοικοδομημένος
ανομοιώνω  (el ) become dissimilar (linguistics) ανομοίωσα ανομοιώνομαι ανομοιώθηκα ανομοιωμένος
ανορθογραφώ  (el ) misspell ανορθογράφησα ανορθογραφούμαι ανορθογραφημένος
ανορθώνω  (el ) raise, erect ανόρθωσα ανορθώνομαι ανορθώθηκα ανορθωμένος
ανορύσσω  (el ) excavate, dig out ανόρυξα ανορύσσομαι ανορύχθηκα, (ανορύχτηκα) ανορυγμένος
ανοσιουργώ  (el ) commit sacrilege, behave immodestly ανοσιούργησα
ανοσοποιώ  (el ) immunise ανοσοποίησα ανοσοποιούμαι ανοσοποιήθηκα ανοσοποιημένος
ανοσταίνω  (el ), ανοστένω, ανοστεύω make/become tasteless ανόστυνα ανοστυμένος
ανοστεύω  (el ), ανοσταίνω make/become tasteless ανόστεψα
ανοστίζω  (el ), ανοσταίνω make/become tasteless ανόστισα ανοστισμένος
ανταγαπώ  (el ) § requite love ανταγάπησα ανταγαπώμαι, ανταγαπιέμαι ανταγαπήθηκα
rival ανταγωνίζομαι  (el ) ανταγωνίστηκα
ανταδικώ  (el ), εκδικούμαι avenge
ανταίνω  (el ) bump into (someone, something) έντεσα
ανταλλάζω  (el ), συναλλάζω
ανταλλάσσω  (el ), συναλλάσσω exchange, trade αντάλλαξα ανταλλάσσομαι, ανταλλάζομαι ανταλλάχτηκα §, ανταλλάχθηκα ανταλλαγμένος
ανταμείβω  (el ) repay, reward αντάμειψα ανταμείβομαι ανταμείφθηκα, ανταμείφτηκα §
ανταμώνω  (el ) meet αντάμωσα ανταμώνομαι ανταμώθηκα ανταμωμένος
αντανακλώ  (el ) reflect αντανάκλασα αντανακλώμαι αντανακλάσθηκα, αντανακλάστηκα αντανακλασμένος
ανταπαιτώ  (el ) counterclaim ανταπαίτησα ανταπαιτούμαι ανταπαιτήθηκα
ανταπαντώ  (el ), ανταπαντάω retort ανταπάντησα, ανταπήντησα
ανταπεξέρχομαι  (el ), αντεπεξέρχομαι
ανταπεργώ  (el ) § shutdown, lockout ανταπέργησα
ανταποδεικνύω  (el ) §, ανταποδείχνω disprove ανταπέδειξα ανταποδείχτηκα
ανταποδίδω  (el ), ανταποδίνω repay, reciprocate ανταπέδωσα, (ανταπόδωσα) ανταποδίδομαι ανταποδόθηκα (ανταποδομένος)
respond ανταποκρίνομαι  (el ) ανταποκρίθηκα, ανταπεκρίθηκα
? justify (yourself) ανταπολογούμαι  (el )
ανταριάζω  (el ) upset; clouds gather αντάριασα ανταριάζομαι ανταριάστηκα ανταριασμένος
ανταρτεύω  (el ) rebel, disobey αντάρτεψα ανταρτεμένος
αντασφαλίζω  (el ) reinsure αντασφάλισα
countersecure αντεγγυώμαι  (el ) αντεγγυήθηκα
retaliate, avenge αντεκδικούμαι  (el )
to be contraindicated αντενδείκνυμαι  (el )
αντενεργώ  (el ) oppose αντενέργησα
αντεξετάζω  (el ) examine, cross-question αντεξέτασα αντεξετάζομαι  (el ) αντεξετάστηκα αντεξετασμένος
αντεξορμώ  (el ) counter-attack αντεξόρμησα
αντεπαναστατώ  (el ) counter a revolution αντεπαναστάτησα
counter-attack; cope αντεπεξέρχομαι  (el ) αντεπεξήλθα
counter-attack αντεπιτίθεμαι  (el ) αντεπετέθηκα
αντεπιχειρνματολογώ  (el ) ? argue against
αντερωτώ  (el ) defy αντερώτησα
αντευχαριστώ  (el ) ? thank (passed on) αντευχαρίστησα
wish back αντεύχομαι  (el ) αντευχήθηκα
αντέχω  (el ) endure, withstand άντεξα, άνθεξα
αντηλαρίζω  (el ) reflect (light) αντηλάρισα
αντηχώ  (el ), αντιλαλώ, (αντιβουίζω echo αντήχησα
αντιβαίνω  (el ), αντίκειμαι oppose αντέβαινα
αντιβάλλω  (el ) contrast, contradict αντέβαλα αντιβάλλομαι αντιβεβλημένος
αντιβγαίνω  (el ) compete, confront αντιβγήκα
(αντιβουίζω (el ), αντιβοώ, αντιλαλώ, αντηχώ echo, re-echo αντιβούιξα, αντιβούισα, (αντιβόησα)
αντιγνωμώ  (el ) § disagree αντιγνώμησα
αντιγράφω  (el ) copy αντέγραψα αντιγράφομαι αντιγράφτηκα, αντιγράφηκα αντιγραμμένος
αντιγυρίζω  (el ) argue (back) αντιγύρισα
αντιδανείζω  (el ) relend, reloan αντιδάνεισα αντιδανείζομαι αντιδανείστηκα αντιδανεισμένος
αντιδιαδηλώνω  (el ) counterdemonstrate αντιδιαδήλωσα
αντιδιαστέλλω  (el ) compare, distinguish αντιδιέστειλα αντιδιαστέλλομαι αντιδιαστάλθηκα αντιδιεσταλμένος
αντιδικώ  (el ) argue, litigate αντιδίκησα
αντιδονώ  (el ) echo, reverberate αντιδόνησα
αντιδρώ  (el ), αντιδράω react αντέδρασα
αντιζυγιάζω  (el ), αντιζυγίζω counterbalance αντιζύγιασα, αντιζύγισα αντιζυγιάζομαι, αντιζυγίζομαι
αντιθέτω  (el ), αντιτάσσω, αντιτίθεμαι contrast αντέθεσα αντιθέτομαι, (αντιτίθεμαι) αντιτέθηκα αντιτεθειμένος
αντικαθιστώ  (el ), αντικατασταίνω supplant αντικατέστησα, αντικατάστησα αντικαθιστάμαι, αντικατασταίνόμαι αντικαταστάθηκα αντικατεστημένος
αντικαθρεφτίζω  (el ) reflect αντικαθρέφτισα αντικαθρεφτίζομαι αντικαθρεφτίστηκα αντικαθρεφτισμένος
αντικαταβάλλω  (el ) reimburse, pay (on delivery) αντικαταβάλλομαι
αντικατασκοπεύω  (el ) spy (counterintelligence)
αντικατασταίνω  (el ), αντικαθιστώ αντικατασταίνομαι
(αντικατηγορώ (el ) counteraccuse
αντικατοπτρίζω  (el ) reflect, mirror αντικατόπτρισα αντικατοπτρίζομαι αντικατοπτρίστηκα αντικατοπτρισμένος
oppose αντίκειμαι  (el ), αντιβαίνω
αντικειμενοποιώ  (el ) implement, objectify αντικειμενοποίησα αντικειμενοποιούμαι αντικειμενοποιήθηκα αντικειμενοποιημένος
αντικινητροδοτώ  (el ) demotivate αντικινητροδότησα
αντικόβω  (el ) , αντισκόβω block, interrupt αντίκοψα, αντίσκοψα
αντικόφτω  (el ) , αντισκόφτω, αντικόβω
αντικρίζω  (el ), αντικρύζω face, confront αντίκρισα, αντίκρυσα (αντικρίζομαι) αντικρίστηκα αντικρισμένος, (αντικρυσμένος)
αντικρούω  (el ) rebut, contest αντέκρουσα, αντίκρουσα αντικρούομαι αντικρούστηκα, αντικρούσθηκα § αντικρουσμένος §
αντικρύζω  (el ), αντικρίζω
αντιλαλώ  (el ), αντηχώ, (αντιβουίζω resound, echo αντιλάλησα
understand αντιλαμβάνομαι  (el ) αντιλήφθηκα, αντιλήφτηκα
αντιλάμπω  (el ), αντιλαμπίζω reflect (light), shine αντέλαμψα, αντιλάμπισα
αντιλέγω  (el ) disagree αντείπα
αντιλογίζω  (el ) § reverse (accounting) αντιλόγισα αντιλογίζομαι
αντιλογώ  (el ) § reply, answer, answer back αντιλόγησα αντιλογιέμαι αντιλογήθηκα
oppose αντιμάχομαι  (el ) αντιμαχόμουν
αντιμεταθέτω  (el ) transpose, swap αντιμετέθεσα αντιμετατίθεμαι, αντιμεταθέτομαι
compete αντιμετριέμαι  (el ), αντιμετρούμαι, αντιμετριούμαι αντιμετρήθηκα αντιμετρημένος
αντιμετωπίζω  (el ) confront αντιμετώπισα αντιμετωπίζομαι αντιμετωπίστηκα, αντιμετωπίσθηκα §
αντιμηνύω  (el ) countercharge (legal) αντιμληνυσα
αντιμιλώ  (el ), αντιμιλάω answer back, contradict αντιμίλησα
αντιπαθώ  (el ) dislike αντιπάθησα
αντιπαλεύω  (el ), (αντιπαλαίω §) wrestle αντιπαλέψα
αντιπαραβάλλω  (el ), αντιπαραθέτω contrast αντιπαρέβαλα αντιπαραβάλλομαι αντιπαραβλήθηκα αντιπαραβεβλημένος
αντιπαραθέτω  (el ), αντιπαραβάλλω juxtapose, compare αντιπαρέθεσα, (αντιπαράθεσα) αντιπαρατίθεμαι αντιπαρατέθηκα
αντιπαρατάσσω  (el ) counterpose, form up αντιπαρέταξα αντιπαρατάσσομαι αντιπαρατάχθηκα, αντιπαρατάχτηκα αντιπαραταγμένος
αντιπαρατηρώ  (el ) § rejoin
αντιπαραχωρώ  (el )
αντιπαρέχω  (el ) repay, reciprocate αντιπαρείχα
disregard, ignore αντιπαρέρχομαι  (el ) αντιπαρήλθα
αντιπερισπώ  (el ) § feint, misdirect, distract
αντιπερνώ  (el ) move on, pass through αντιπέρασα
pass αντιποιούμαι  (el ) αντιποιήθηκα αντιποιημένος
be in opposition αντιπολιτεύομαι  (el ) αντιπολιτεύτηκα, αντιπολιτεύθηκα αντιπολιτευμένος
αντιπράττω  (el ) counteract αντέπραξα
αντιπροσκαλώ  (el ) reply (to invitation) αντιπροσκάλεσα
αντιπροσφέρω  (el ) counteroffer αντιπροσέφερα
αντιπροσωπεύω  (el ), εκπροσωπώ represent αντιπροσώπευσα αντιπροσωπεύομαι αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύθηκα § αντιπροσωπευμένος
αντιπροτείνω  (el ) counterargue αντιπρότεινα αντιπροτείνομαι
αντιπυροβολώ  (el ) shoot back αντιπυροβολούσα
αντιρροπίζω  (el ) counterbalance αντιρρόπισα αντιρροπίζομαι
αντισκόβω  (el ), αντικόβω
αντισταθμίζω  (el ) counterbalance αντιστάθμισα αντισταθμίζομαι αντισταθμίστηκα (αντισταθμισμένος)
resist αντιστέκομαι  (el ) αντιστάθηκα
αντιστηρίζω  (el ) support αντιστήρισα αντιστηρίζομαι αντιστηρίχθηκε
αντιστοιχίζω  (el ) match, correspond αντιστοίχισα αντιστοιχίζομαι αντιστοιχίστηκα (αντιστοιχισμένος)
αντιστοιχώ  (el ) correspond, be analogous αντιστοίχησα αντιστοιχούμαι αντιστοιχήθηκα αντιστοιχημένος
oppose αντιστρατεύομαι  (el ) αντιστρατεύτηκα, αντιστρατεύθηκα
αντιστρέφω  (el ) reverse αντέστρεψα αντιστρέφομαι αντιστράφηκα αντεστραμμένος, αντιστραμμένος
αντιστυλώνω  (el ) support
αντιτάσσω  (el ), αντιθέτω oppose αντέταξα αντιτάσσομαι αντιτάχθηκα, (αντιτάχτηκα)
αντιτείνω  (el ) object to αντέτεινα, (αντίτεινα)
oppose, object αντιτίθεμαι  (el ), αντιθέτω αντιτέθηκα
αντιφάσκω  (el ) be inconsistant
αντιφεγγίζω  (el ), αντιφέγγω shine, glitter αντιφέγγισα
αντιφρονώ  (el ) differ (in opinion) αντιφρόνησα
αντιφωνώ  (el ) respond, contradict αντιφώνησα
αντιχαιρετίζω  (el ), αντιχαιρετώ return (greeting) αντιχαιρέτισα αντιχαιρετισμός
αντιχαιρετώ  (el ), αντιχαιρετάω, αντιχαιρετίζω return (greeting) αντιχαιρέτησα αντιχαιρετήθηκα
αντιχαρίζω  (el ) αντιχάρισα
αντιχτυπώ  (el ) resound αντιχτύπησα
αντλώ  (el ) pump, draw (off) άντλησα αντλούμαι αντλήθηκα αντλημένος
αντραλεύω  (el ), αντραλίζω bewilder αντράλεψα
αντραλίζω  (el ) bewilder αντράλισα αντραλίζομαι, αντραλιέμαι
αντραλώνω  (el ), αντραλίζω bewilder αντράλωσα
αντρανίζω  (el ) αντράνισα αντρανισμένος
αντρειεύω  (el ), ανδρειεύω strengthen, mature αντρείεψα αντρειεύομαι αντρειεύτηκα αντρειεμένος
αντρειώνομαι  (el ), ανδρειώνομαι
αντροκαλώ  (el ) confront αντροκάλεσα αντροκαλιέμαι αντροκαλέστηκα
αντροκρατούμαι  (el ), ανδροκρατούμαι
αντροφέρνω  (el ), , ανδροφέρνω behave like a man
αντρώνω  (el ), ανδρώνω reach manhood, behave like a man pass άντρωσα αντρώνομαι, ανδρώνομαι αντρώθηκα αντρωμένος
ανυμνώ  (el ) § praise ανύμνησα ανυμνούμαι ανυμνήθηκα
ανυπομονώ  (el ), ανυπομονεύω be impatient ανυπομονούσα
ανυφαίνω  (el ) weave ανύφανα
ανυψώνω  (el ) raise, hoist ανύψωσα ανυψώνομαι ανυψώθηκα ανυψωμένος
ανωνυμογραφώ  (el ) write anonymously ανωνυμογράφησα
ανωτατοποιώ  (el )
αξαίνω  (el ), αυξάνω increase
αξίζω  (el ) deserve, merit άξιζα
αξιολογώ  (el ) evaluate, assess αξιολόγησα αξιολογούμαι αξιολογήθηκα αξιολογημένος
αξιοποιώ  (el ) utilise, exploit αξιοποίησα αξιοποιούμαι αξιοποιήθηκα αξιοποιημένος
αξιώνω  (el ), αξιώ insist, claim αξίωσα αξιώνομαι αξιώθηκα αξιωμένος
αοριστολογώ  (el ) talk vaguely (αοριστολόγησα) , αοριστολογούσα
απαγγέλλω  (el ), απαγγέλνω recite, express απήγγειλα απαγγέλλομαι απαγγέλθηκα απηγγελμένος
απαγκιάζω  (el ) §, απαγκειάζω hide, shelter απάγκιασα, απάγκειασα απαγκιασμένος, απαγκειασμένος
απαγκιστρώνω  (el ) disengage, unhook απαγκίστρωσα απαγκιστρώνομαι απαγκιστρώθηκα απαγκιστρωμένος
απαγορεύω  (el ) ban, forbid, prohibit απαγόρεψα, απαγόρευσα απαγορεύομαι απαγορεύτηκα, απαγορεύθηκα απαγορευμένος
απαγχονίζω  (el ) hang (execute) απαγχόνισα απαγχονίζομαι απαγχονίστηκα απαγχονισμένος
απάγω  (el ) kidnap, abduct απήγαγα απάγομαι
(απάδω (el )
απαθανατίζω  (el ), αθανατίζω, αποθανατίζω immortalise απαθανάτισα απαθανατίζομαι απαθανατίστηκα, απαθανατίσθηκα § απαθανατισμένος
become destitute απαθλιώνομαι  (el ), εξαθλιώνομαι απαθλιώθηκα απαθλιωμένος
απαισιοδοξώ  (el ) be depressed
απαιτώ  (el ) demand απαίτησα απαιτούμαι απαιτήθηκα
απαλαίνω  (el ), απαλύνω soften απάλυνα απαλαίνομαι
απαλείφω  (el ) delete § απάλειψα απαλείφομαι απαλείφθηκα απαλειμμένος
απαλλάσσω  (el ) release, relieve απάλλαξα απαλλάσσομαι απαλλάχτηκα, απαλλάχτηκα απαλλαγμένος
απαλλοτριώνω  (el ) expropriate απαλλοτρίωσα απαλλοτριώνομαι απαλλοτριώθηκα απαλλοτριωμένος
απαλογέρνω  (el ) § bend or sag gently απαλόγειρα
απαλύνω  (el ), απαλαίνω ameliorate, soften απάλυνα απαλύνομαι απαλύνθηκα απαλυμένος
απαμβλύνω  (el ) blunten, weaken απάμβλυνα
απαμινώνω  (el ) deaminate
απανθίζω  (el ) ? anthologise απάνθισα
απανθρακώνω  (el ) burn down απανθράκωσα απανθρακώνομαι απανθρακώθηκα απανθρακωμένος
ανθρωποποιώ  (el ), προσωποποιώ humanise ανθρωποποιούμαι
απαντέχω  (el ), απαντεχαίνω , παντέχω await, expect απάντεξα
απαντλώ  (el ) απάντλησα
απαντώ  (el ), απαντάω reply, answer απάντησα απαντιέμαι, απαντώμαι απαντήθηκα απαντημένος
απαξιώ  (el ) refuse απαξίωσα
απαξιώνω  (el ) disdain απαξίωσα απαξιώνομαι απαξιώθηκα απαξιώμένος
απαργυρώνω  (el ) extract silver (from ore) απαργύρωσα
απαρέσκω  (el ) dislike
απαριθμώ  (el ) enumerate, list απαρίθμησα απαριθμούμαι απαριθμήθηκα απαριθμημένος
renounce, reject απαρνούμαι  (el ), απαρνιέμαι, απαρνιούμαι απαρνήθηκα απαρνημένος
απαρτίζω  (el ) constitute απάρτισα απαρτίζομαι απαρτίστηκα απαρτισμένος
απαρχαιώνω  (el ) supersede, be obsolete απαρχαίωσα απαρχαιώνομαι απαρχαιώθηκα απαρχαιωμένος
απασβεστώνω  (el ) calcinate, calcine, decalcify
απαστράπτω  (el ) sparkle
απασχολώ  (el ), ἀπασχολῶ employ, preoccupy απασχόλησα απασχολούμαι, απασχολιέμαι απασχολήθηκα απασχολημένος
απασφαλίζω  (el ) release (safety catch) απασφάλισα
απατώ  (el ), απατάω cheat, defraud απάτησα απατώμαι, απατιέμαι απατήθηκα απατημένος
απαυγάζω  (el ) glitter απαύγασα, (απαύγαζα)
απαυδώ  (el ), απαυδίζω weary, render speechless απαύδησα, απηύδησα απαυδισμένος
απαυτώνω  (el ) copulate απαύτωσα απαυτώνομαι απαυτώθηκα απαυτωμένος
απεγκαθιστώ  (el ) uninstall απεγκατέστησα απεγκαθίσταμαι απεγκαταστάθηκε απεγκατεστημένος
απεγκλωβίζω  (el ) set free απεγκλώβισα απεγκλωβίζομαι απεγκλωβίστηκα απεγκλωβισμένος
απέδρασα  (el ) break free (impersonal)
(απεθνικοποιώ (el ), εθνικοποιώ denationalise
απειθαρχώ  (el ), απειθώ disobey απειθάρχησα
απειθώ  (el ), απειθαρχώ disobey απείθησα
απεικάζω  (el ) liken απείκασα απεικασμένος
απεικονίζω  (el ), εικονίζω portray απεικόνισα απεικονίζομαι απεικονίστηκα απεικονισμένος
απειλώ  (el ) threaten, menace απείλησα απειλούμαι απειλήθηκα απειλημένος
accept (fully) απεκδέχομαι  (el )
απεκδύω  (el ) divest (clothes, responsibility) απεκδύθηκα απεκδύομαι
απεκκρίνω  (el ), εκκρίνω excrete απέκκρινα απεκκρίνομαι απεκκρίθηκα
απελαύνω  (el ), ελαύνω expel απέλασα, απήλασα απελαύνομαι απελάθηκα
απελευθερώνω  (el ) liberate απελευθέρωσα απελευθερώνομαι απελευθερώθηκα απελευθερωμένος
απέλθω  (el ) απέρχομαι απήλθα
απελπίζω  (el ) desolate απέλπισα απελπίζομαι απελπίστηκα απελπισμένος
απεμπλέκω  (el ) disengage απενέπλεξα απεμπλέκομαι
απεμπολώ  (el ) betray απεμπόλησα απεμπολούμαι απεμπολήθηκα (απεμπολημένος)
απενεργοποιώ  (el ) deactivate απενεργοποίησα απενεργοποιούμαι απενεργοποιήθηκα απενεργοποιημένος
απενοχοποιώ  (el ) deprive, detract απενοχοποίησα απενοχοποιούμαι
απεξαρτώ  (el ) lose dependence απεξαρτώμαι απεξαρτήθηκα απεξαρτημένος
απεραντολογώ  (el ) talk incessantly απεραντολόγησα
cause, bring about απεργάζομαι  (el ) απεργάστηκα απεργασμένος
απεργώ  (el ) strike απήργησα §, απέργησα
(απερημώνω (el ) desertify
leave απέρχομαι  (el ) απήλθα
απευαισθητοποιώ  (el ) desensitise απευαισθητοποίησα απευαισθητοποιούμαι απευαισθητοποιήθηκα απευαισθητοποιημένος
απευθύνω  (el ) address, speak απηύθυνα §, απεύθυνα απευθύνομαι απευθύνθηκα
wish away απεύχομαι  (el ) απευχόμουν , (απευχήθηκα)
detest απεχθάνομαι  (el ) απεχθανόμουν
απέχω  (el ) distance, abstain απείχα
απηχώ  (el ) repeat, echo (opinions etc) απηχούσα , (απήχησα)
απιθώνω  (el ), (πιθώνω) touch, put down απίθωσα απιθώνομαι απιθώθηκα απιθωμένος
απιστώ  (el ) betray
απισχναίνω  (el ) abstain, enfeeble απίσχνανα απισχναίνομαι απισχνάνθηκα απισχνασμένος
απλογράφω  (el ) ? teach (handwriting) απλογράφησα απλογραφούμαι απλογραφήθηκα απλογραφημένος
απλοποιώ  (el ) simplify απλοποίησα απλοποιούμαι απλοποιήθηκα απλοποιημένος
απλουστεύω  (el ) simplify απλούστευσα, απλούστεψα απλουστεύομαι απλουστεύθηκα, απλουστεύτηκα απλουστευμένος
απλώνω  (el ) spread, stretch άπλωσα απλώνομαι απλώθηκα απλωμένος

Sources edit

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: